ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ Ὀρθόδοξη Ρωμανία-Βυζάντιο ὑπῆρξε ἡ πιό μακραίωνη, ἡ πιό πλούσια καί ἡ πιό ἰσχυρή αὐτοκρατορία στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἦταν, γιά 1123 χρόνια, ἡ πιό ἀπαστράπτουσα καί ἡ πιό δοξασμένη κρατική ὀντότητα πού ὑπῆρξε ποτέ ἱστορικά πάνω στή γῆ. Ἡ ἱστορία της εἶναι κυριολεκτικά ἀπαράμιλλη. Μοναδική. Οἱ κάτοικοι τῆς Ρωμανίας ζοῦσαν πιστῶς ἐν Κυρίῳ καί Θεῶ, ἀφοῦ εἶχαν γι’ αὐτό τόν ἱερό σκοπό 160 ἐπίσημες ἀργίες. Γενάρχης καί ἱδρυτής τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου εἶναι ὁ Ἅγιος καί Μέγας Κωνσταντῖνος. Ὁ μόνος ἡγέτης στήν παγκόσμια ἱστορία πού ἐβασίλευσε ὡς Μονοκράτωρ Ἀνατολῆς καί Δύσης. Χάρη δέ στόν Τίμιο Σταυρό («Ἐν Τούτω Νίκα!») εἶναι ἐπίσης καί ὁ μόνος ἡγέτης στήν ἀνθρώπινη ἱστορία πού ποτέ, ναί, ποτέ!, του δέν ἔχασε ἐμφύλιο ἤ κανονικό πόλεμο κατά τή διάρκεια τῆς βασιλείας του.
Ἐντούτοις, Φράγκοι ἡγεμόνες, ἀπόγονοι τοῦ Καρλομάγνου, μετά τό 800 μ.Χ., δυστυχῶς, τό μπόρεσαν καί στό τέλος τά κατάφεραν σέ τρεῖς περιπτώσεις νά παραχαράξουν, νά ἀλλοιώσουν καί τελικῶς νά ψαλιδίσουν ὑπέρμετρα τήν πιό λαμπρή καί ἔνδοξη αὐτοκρατορία πού εἶδε ποτέ ὁ πλανήτης γῆ. Ἀρχικά, ἀλλάζοντας, πλαστογραφώντας καί νοηματοδοτώντας ἀρνητικά τήν ἱστορική πραγματικότητα, ἐν τέλει οἱ Φράγκοι τό ἐπέτυχαν καί μᾶς νοηματοδότησαν, σκοπίμως καί μέ δολιότητα, ὡς ἀπατεῶνες, τυχοδιῶκτες καί αὐθάδεις «Γραικούς». Μέ διαφορετικά λόγια, εὐρηματικά καί μέ τό ἔτσι θέλω, οἱ Φράγκοι μᾶς βάπτισαν, μᾶς λεξικοποίησαν, μᾶς ἀποκαλοῦσαν καί μᾶς νοηματοδότησαν ἀρνητικά ὡς ἀστοιχείωτους, ἄγριους, πανούργους καί λωποδύτες «Γραικούς», ἐνῶ ποτέ τους δέν μᾶς ἀποκαλοῦσαν, ὅπως ὄφειλαν ἤ θά ἔπρεπε κανονικά καί νόμιμα νά μᾶς ἀποκαλοῦν, Ρωμηούς ἤ Ἕλληνες.
Στή συνέχεια, δεύτερον, ἐπίτηδες καί πάλι, οἱ Φράγκοι μᾶς ὀνόμασαν πολίτες τοῦ Βυζαντίου καί ὄχι πολίτες τῆς Ρωμανίας. Δηλαδή, καί αὐτή τή φορά σκόπιμα μᾶς παρουσίασαν ὡς ἕνα Γραικικό γένος τυχοδιωκτῶν καί ἀγροίκων πού κατοικοῦσε γεωγραφικῶς στό Βυζάντιο ἤ στή Βυζαντινή αὐτοκρατορία πού, ἐντούτοις ὅμως, ὡς γένος, δέν εἶχε καμία οὐσιώδη διασύνδεση μέ τήν σπουδαία καί κλασική Ἀρχαία Ἑλλάδα. Μέ ἄλλα λόγια, γιά νά μᾶς ξεκόψουν ἱστορικά, γεωγραφικά καί κυρίως ὑπονοηματικά οἱ Φράγκοι ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες προγόνους μας, οἱ ἴδιοι μιλοῦσαν ἐσκεμμένα γιά τό περιορισμένο χωρικά Βυζάντιο καί τήν ἱστορία του καί ὄχι γιά τήν ὑπέρ-γιγαντιαία Ρωμανία, μέ τό ὑπερχιλιετές καί ἐπίσημο ὄνομά της. Οἱ Φράγκοι μισοῦσαν τήν ἐκλαμπρότατη, παντοδύναμη καί τεράστια σέ γεωγραφική ἔκταση Ρωμανία καί ὡς ἐκ τούτου τήν ἀποκαλοῦσαν σκόπιμα καί περιφρονητικά Βυζάντιο.
Ἐν τέλει, τρίτον, τό 1830, οἱ Φράγκοι μᾶς κατασκεύασαν ξανά, ἐπίτηδες καί καθ’ ὑποτροπή, ὡς μία μικρή καί ἐλεγχόμενη γεωγραφικά χώρα πού κατοικεῖται ἀπό κάποιους δῆθεν γραικίζοντες, πανούργους, κλέφτες καί ἀκαλλιέργητους πολίτες. Μέ ἄλλα λόγια, ἀφοῦ πρῶτα οἱ Φράγκοι εὐρηματικά μᾶς νοηματοδότησαν ἀρνητικά ὡς τυχοδιῶκτες Γραικούς (καί ὄχι Ρωμηούς ἤ Ἕλληνες) καί στή συνέχεια μᾶς τοποθέτησαν νοηματικῶς πάνω στή λέξη καί γεωγραφική ἔννοια Βυζάντιο (καί ὄχι στή λέξη καί ἔννοια Ρωμανία), τώρα εἶχε φτάσει πλέον ὁ ὕψιστος καιρός γιά τό γράψιμο τοῦ ὁριστικοῦ πιά τέλους τῆς ἰδέας τῆς ἀναβίωσης τῆς Ρωμανίας. Αὐτό τό ἀποτελειωτικό χτύπημα πραγματώθηκε τό 1821, ὅταν οἱ Φράγκοι ἔδωσαν τήν τελική συγκατάθεσή τους γιά τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, μετά βεβαίως ἀπό τίς Ἑλληνικές διαβεβαιώσεις τῆς μή ἀπαίτησή μας γιά τήν ἀναβίωση τῆς πάλαι ποτέ Ρωμανίας-Βυζαντίου.
Θά γίνουμε λίγο ἀκόμη πιό ἀναλυτικοί. Πρῶτον, οἱ Φράγκοι σκόπιμα διέκριναν, ὁμιλοῦσαν καί ὀνόμαζαν τήν ἐπίσημα αὐτό-ἀποκαλούμενη Ρωμανία ὡς τή χώρα τῶν Γραικῶν: Γραικία. Ἀπό τήν ἄλλη, οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μας αὐτο-ἀποκαλοῦσαν οἱ ἴδιοι τήν αὐτοκρατορία τους, ἀδιαλείπτως καί νομίμως, ὡς τή χώρα τῶν Ρωμηῶν: Ρωμανία. Ἀσφαλῶς, οἱ Φράγκοι δέν ἤθελαν οὔτε γιά ἀστεῖο νά ἀκοῦνε ἤ νά ὁμιλοῦν περί Ρωμανίας, Ρωμηῶν καί Ρωμαίϊκου. Ὁ κεντρικός λόγος; Οἱ ἴδιοι ἀπαρασάλευτα καί διαρκῶς ὀνειρεύονταν τή σύσταση, τή μορφοποίηση καί τήν ἐγκαθίδρυση τῆς λεγομένης «Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Γερμανίας».
Ἐπίσης, στά 800 μ.Χ., οἱ παπο-Φράγκοι ἐπισήμως ὀνόμασαν τόν Τευτονο-Φράγκο ἡγεμόνα τῆς Γερμανίας ὡς τόν «βασιλέα τῶν Ρωμαίων». Καί μόνο τό ὄνομα αὐτό, ἀπό μόνο του προδίδει, ἑρμηνεύει καί πιστοποιεῖ τίς δόλιες ἐπιδιώξεις καί τούς ὑποχθόνιους σχεδιασμούς τους. Κατά συνέπεια, αὐτο-ἑρμηνεύεται καί δέν ἀποτελεῖ πιά ἔκπληξη καί τό γεγονός ὅτι οἱ εὐρηματικοί Φράγκοι σχεδίασαν, ὀργάνωσαν, πρόκριναν καί χρησιμοποιοῦσαν τό ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους ἀρνητικά νοηματοδοτημένο καί φορτισμένο ὄνομα Γραικία, ἀντί τοῦ ὀρθοῦ καί ἐπίσημου ὀνόματος Ρωμανία.
Οἱ Φράγκοι ἤθελαν, ἐσκεμμένα καί δόλια, νά κατασκευάσουν ἕνα ἐνισχυμένο κόντεμα στήν τότε πασίγνωστη, πανίσχυρη, τεράστια καί δοξασμένη Ρωμανία. Μέ ἁπλά λόγια, μέ τή χρήση τοῦ ὀνόματος Γραικία (ἀντί τοῦ Ρωμανία) οἱ Φράγκοι ἤθελαν νά πετύχουν τό ἱστορικό-φυλετικό κολόβωμα τῆς Ρωμανίας. Μέ ἄλλα λόγια, σέ ἀντιστοιχία καί παραλληλισμό μέ τά σημερινά δεδομένα, ὡς παράδειγμα, οἱ Φράγκοι πρόκριναν τό κοντό, ρηχό, ψαλιδισμένο καί ψευδές ὄνομα «Πολιτεία τῆς Οὐάσινγκτον» (Βυζάντιο), ἀντί τοῦ ὑπέρ-ἐξέχοντος, σπουδαίου καί ὀρθοῦ ὀνόματος «Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς» (Ρωμανία).
Δεύτερον, ὅπως ἤδη εἴπαμε ἀνωτέρω, οἱ Φράγκοι ἐσκεμμένα ὀνόμασαν Βυζάντιο τήν ἐπισήμως αὐτο-ἀποκαλούμενη Ρωμανία. Βλέπετε, τό ἐπίσημο καί πραγματικό ὄνομα Ρωμανία, καί κατ’ ἐπέκταση τό Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας, διόλου δέν συμφωνοῦσε μέ τά δόλια, δυσώδη καί κακόβουλα σχέδια τῶν παπο-Φράγκων. Καί ὡς ἐκ τούτου, οἱ Φράγκοι θέλησαν νά ὀνομάζουν, μέ τό ἔτσι θέλω, τή Ρωμανία ὡς Βυζάντιο. Μέ τή χρήση τοῦ παραπλανητικοῦ ὀνόματος Βυζάντιο, ἀντί τοῦ ἐπίσημου καί τοῦ ὀρθοῦ ὀνόματος Ρωμανία, οἱ Φράγκοι ἀπό τότε σχεδίαζαν νά πραγματοποιήσουν καί τό ἱστορικό-γεωγραφικό ψαλίδισμα τῆς ἔνδοξης Ρωμανίας (ἐκτός ἀπό τό γενο-φυλετικό κούρεμα πού προαναφέραμε, διαμέσου τῆς λέξης-κλειδί «Γραικία»).
Οὐδόλως δέ βόλευε στά σχέδια καί στό σύμπλεγμα κατωτερότητας τῶν Φράγκων τό ἐξέχον ἤ δεσπόζον ὄνομα Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας καί θέλησαν, ἀντί αὐτοῦ τοῦ ἀληθοῦς καί μεγαλοπρεποῦς ὀνόματος, οἱ ἴδιοι νά τήν κατασκευάσουν, νά τήν καταφρονοῦν καί νά τήν ὀνομάζουν, ἔτσι μέ τό στανιό, Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Παραλληλίζοντας δέ αὐτό τό γεγονός μέ τά σημερινά δεδομένα καί ἀντίστοιχα περιστατικά, θά εἴχαμε τήν ἑξῆς εἰκόνα ἤ ἀφήγηση: ἀντί γιά τή χρήση τοῦ διάσημου ὀνόματος «Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς» (Ρωμανία), οἱ Φράγκοι ἐπίτηδες θά πρόκριναν καί θά χρησιμοποιοῦσαν τό ψαλιδισμένο, ρηχό, ψευδές καί ἱστορικά διαχειρίσιμο ὄνομα «Αὐτοκρατορία τῆς Πολιτείας τῆς Οὐάσινγκτον» (Βυζάντιο).
Τέλος, τρίτον, γιά νά ἀποπερατώσουν τό ψηφιδωτό τῶν δολίων καί μακρόχρονων σχεδίων τους ἤ, δηλαδή, τήν ὁριστική διαγραφή τῆς Ρωμανίας καί τοῦ Ρωμαίϊκου ἀπό τούς παγκόσμιους χάρτες, οἱ Φράγκοι ἐν τέλει συγκατατέθηκαν στή διεξαγωγή τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, μόνον καί ἐφόσον ἐξασφάλισαν οἱ ἴδιοι ὅτι θά τηρηθοῦν ἐν πρώτοις καί στό ἀκέραιο δύο δικές τους κεντρικές ἀπαιτήσεις ἤ προϋποθέσεις: Πρῶτον, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐπαναστάτες ἀγωνίζονται μόνο γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ τῆς κλασικῆς Ἑλλάδος (καί ὄχι μαζί μέ αὐτόν καί γιά τήν ἀνάδειξη καί τοῦ Ὀρθόδοξου Ἁγιοπνευματικοῦ πολιτισμοῦ τῆς τρίς-ἔνδοξης Ρωμανίας) καί, δεύτερον, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐπαναστάτες δέν ἔχουν, δέν κρύβουν, δέν ἀκολουθοῦν οὔτε ἀπεργάζονται κάποια δόλια σχέδια γιά τήν ἀναβίωση τῆς Ρωμανίας καί τοῦ Ρωμαίϊκου.
Μέ ἄλλα λόγια, οἱ παπο-Φράγκοι ἔδωσαν ἄδεια ἤ ἐν τέλει συγκατατέθηκαν στή διεξαγωγή τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, ὅταν οἱ ἴδιοι ἦταν ἀπολύτως βέβαιοι πώς οἱ Ἕλληνες ἐπαναστάτες ξέχασαν τή συνολική νεκρά-ἀνάσταση τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμανίας καί ὅτι οἱ ἴδιοι ἀγωνίζονταν, πιά, μόνον καί μόνον γιά τήν ἀναβίωση τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ τῶν κλασικῶν προγόνων τους. Μέ διαφορετικά λόγια, ἐξ ὁρισμοῦ, γιά τούς παπο-Φράγκους, ἡ ἐπιτυχής ἔκβαση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἰσοδυναμοῦσε ἤ μεταφράζονταν στόν ὁριστικό ἐνταφιασμό τῶν ὀνείρων τῶν Ἑλληνο-Ρωμηῶν περί ἀναβίωσης τῆς πάλαι ποτέ Ρωμανίας-Βυζαντίου.
Μετά τήν ἵδρυση τοῦ πρώτου μικροσκοπικοῦ μας κράτους, τό 1830, ἡ ἀναβίωση καί ἡ ἵδρυση τῆς «νέας Ρωμανίας» ἀποτελοῦσε πιά ἕναν ἐσωτερικό καί ἀνεκπλήρωτο πόθο, πού ἤτανε καί θά ἤτανε καί στό μέλλον μέν ἀληθινός, ἀλλά καί πού πιά δέν ὑπάρχει στήν πραγματικότητα, ἤ τουλάχιστον σέ αὐτή τή φάση τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Συνεπῶς, ἡ ἐνοχλητική αὐτή ἀκίδα στά πλευρά τῶν Φράγκων θά ἔπαυε πλέον νά ὑφίσταται γιά πολλές δεκαετίες. Τό ὄνειρο τοῦ Ὀρθόδοξου Ἑλληνισμοῦ γιά τήν ἀναβίωση τῆς Ρωμανίας θά θάβονταν σχεδόν ὁριστικά. Τό ἔπος τοῦ 1821, δυστυχῶς γιά τούς Ἑλληνο-Ρωμηούς, τελικά κατέληξε καί εἶχε ἀλυτρωτικό καί Φράγκικο χαρακτήρα καί ὄχι ἀντιθέτως Ρωμαίϊκο ἤ μεγάλο-ἰδεατικό χαρακτήρα καί τελική ἔκβαση.
Ἐπίσης, τά ὑπεραιώνια ὄνειρα τῶν Ρωμηῶν γιά τήν ἀναβίωση τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου θάφτηκαν ξανά καί πάλι τό 1922 μέ τή Μικρασιατική καταστροφή. Μετά τό τέλος τοῦ 1ου Παγκοσμίου Πολέμου ἡ Ἑλλάδα, ὡς μία ἀπό τίς νικήτριες χῶρες, ἀπέστειλε ἐκστρατευτικό στρατό στή Μικρά Ἀσία. Τό ὄνειρο τῆς ἀναβίωσης τῆς Ρωμανίας καθώς καί τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν ἀλύτρωτων ἀδελφῶν τῆς περιοχῆς φάνηκε πρός στιγμή νά γίνεται πραγματικότητα.
Ὡστόσο, σύντομα οἱ ἐθνικές μας ἐλπίδες διαψεύσθηκαν. Ἡ Ἑλλάδα ἔχασε τόν πόλεμο. Ἡ «Μεγάλη Ἰδέα» ἀναβίωσης τῆς πάλαι ποτέ αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας ἔλαβε ἐνδιάμεσο, ἀλλά ὄχι ὁριστικό, τέλος: ἀφοῦ τό ὁριστικό ἤ ὄχι τέλος τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἀνήκει στά σχέδια καί στίς προθέσεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προσέτι, ἄλλα γράφουν καί ἄλλα ἀναφέρουν καί οἱ σχετικές προφητεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μετά ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν ἀνωτέρω, εἶναι θεωροῦμε ἐθνικό ὄνειδος καί ἐντροπή γιά ὅλους ἐμᾶς τούς σύγχρονους Νεοέλληνες τό ὅτι οἱ εὐρηματικοί παπο-Φράγκοι πλαστογράφοι καί νοηματοδότες, ἔκτοτε, τά κατάφεραν σέ ἀνεπίτρεπτο βαθμό καί διαστρέβλωσαν, παραμόρφωσαν ἤ/καί ξερίζωσαν τόσο τήν ἱστορική μας μνήμη ὅσο καί τήν ἴδια τήν ἐθνική ταυτότητά μας μέχρι καί σήμερα: τόσο ὡς γνήσιους Ἕλληνες-Ρωμηούς ὅσο καί ὡς γένος Ἑλληνο-Ὀρθόδοξο ἤ ὡς γένος Ἑλληνο-Ρωμαίϊκο. Ἡ λέξη «Ρωμαίϊκο» ἀποτελεῖ ἕνα ἐξέχως προσφιλές λῆμμα πού χρησιμοποιοῦσε συχνότατα ὁ ἐθνεγέρτης Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Ἐν τούτοις, ὡστόσο, καί παρά τά ὅσα σκοπίμως σχεδίασαν, διέστρεψαν, δίδαξαν καί διέδωσαν ἀνά τούς αἰῶνες οἱ παπικό-Δυτικοί, ἡ ἁπλή, βαθιά καί ἱστορική ἐσωτερική πραγματικότητα εἶναι μόνον μία, ἀπαράλλακτη, ἀληθινή, ζῶσα καί εἶναι ἡ ἑξῆς: Οἱ σημερινοί Ἕλληνες εἶναι τά ἐγγόνια-ἀπόγονοι τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων τῆς κλασικῆς καί περίλαμπρης Ἑλλάδας ὅσο ἐπίσης καί τά παιδιά-ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου τοῦ Ὀρθόδοξου καί ἔνδοξου Ρωμανικοῦ Ἁγιοπνευματικοῦ πολιτισμοῦ.
Καί βέβαια, παρενθετικά καί πρός ἀποφυγή τῶν ὅποιων ἐνδεχομένως ἀχρείαστων παρεξηγήσεων, σᾶς κάνουμε ἄμεσα γνωστό ὅτι: ὅταν λέμε ἤ γράφουμε τή λέξη Φράγκοι, ἐφεξῆς καί σέ ὁλόκληρη τήν ἔκταση τοῦ ἀνά χείρας βιβλίου, ἐννοοῦμε καί ἀναφερόμαστε μόνον καί μόνον σέ κάποιους ἀπό τούς ἑκάστοτε ἄθεους ἡγεμόνες καί ἡγέτες τῆς Φραγκίας. Καί ὄχι ἀσφαλῶς στούς πολίτες ἤ καί ἀκόμη σέ αὐτούς πού ἀνήκουν στήν ἄρχουσα τάξη τῶν Φράγκων, πού φυσικά τούς θεωροῦμε τόσο καλούς ὡς φίλους ὅσο καί ἄξιους λόγου προσφιλεῖς μας.
Ὡστόσο, ἡ ἐπιδερμική καί ἐξωτερική ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ Δυτικοί ὄντως πράγματι τά κατάφεραν καί, ἔκτοτε, μᾶς ἀλλοίωσαν καί μᾶς ξερίζωσαν τόσο ὡς γνήσιους Ἕλληνες-Ρωμηούς ὅσο καί ὡς γένος Ἑλληνικό καί Ὀρθόδοξο: Θέλετε μία πολύ ἁπλή ἀπόδειξη; Διαβάστε την: Στή σημερινή Ἑλλάδα, εἴτε εὐρισκόμενοι οἱ Νεοέλληνες ἐν μερική ἀγνοία εἴτε σιωπηρῶς ἀποδεχόμενοι αὐτά πού ἀφήνεται ἀπό μόνα τους νά νοηματοδοτοῦν καί νά ὑπονοοῦν οἱ εὐρηματικοί παπο-Δυτικοί μέ τίς λέξεις-ὅρους «Greeks/Grec», ἐλάχιστοι πλέον ὑπάρχουν καί ὁμιλοῦν γιά τίς πραγματικές ἐθνικές καί σωτηριολογικές μας ρίζες: γιά τίς ρίζες τῆς Ἑλληνο-Ὀρθόδοξης Ρωμηοσύνης. Ἤ, δηλαδή, γιά τίς ἀρχές, τίς ἀξίες, τά ἤθη, τά ἰδεώδη καί τή στάση ζωῆς τῶν ἔνδοξων Ἑλληνο-Ρωμηῶν προγόνων μας.
Κατόπιν τούτων, θεωροῦμε ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες χρειάζονται, ἄμεσα, ἕνα διπλό ἐπανευαγγελισμό. Πρῶτον, νά ἐπανευαγγελισθοῦν ὡς πρός τίς πραγματικές γενεαλογικές καί ἐθνολογικές ρίζες ἤ, δηλαδή, ὡς πρός τήν πραγματική, ἀδιάλειπτη καί ἱστορικῶς ἐξακολουθητική ρωμαίϊκη φύτρα καί παράδοσή τους. Καί δεύτερον, νά ἐπανευαγγελισθοῦν ὡς πρός τά τρία κύρια συνθετικά αὐτῆς τῆς ὑπέρλαμπρης καί ὑπέρ-τρίς-χιλιετοῦς Ἑλληνο-Ρωμαίϊκης ἱστορίας καί παράδοσης. Παράδοσης, πού περιγράφεται πλήρως καί θαυμάσια ἀπό τίς ἑπόμενες λέξεις: Ἑλληνορθοδοξία- Ρωμηοσύνη, Ἑλληνικός Ρωμαίϊκος πολιτισμός καί Ἑλληνορθόδοξη παιδεία-γλώσσα τῶν Ρωμηῶν.
Χωρίς τό νέο αὐτό τριπλό ὀξυγόνο τοῦ πνευματικοῦ φωτός καί τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας ἤ, δηλαδή, τοῦ διπλοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ μας, ἡ σημερινή ὑπό κατοχή Ἑλλάδα θεωροῦμε ὅτι δέν μπορεῖ νά ἀναγεννηθεῖ, οὔτε νά ἀναστυλωθεῖ. Δέν μπορεῖ νά ἀναβιώσει καί νά ἀναστηθεῖ. Ὡς Νεοέλληνες, ὅσο προχωροῦμε χωρίς τά Ἑλληνορθόδοξα ἤθη, τίς ἀρχές καί τίς ἀξίες τῶν προγόνων μας, ἐξακολουθοῦμε νά βαδίζουμε τυφλά μέσα σέ ἄναρχο χάος ἤ μέσα σέ σκοτεινό τοῦνελ. Βαδίζουμε πάνω σέ ἕναν ἀνεξιχνίαστο μονόδρομο, πού δυστυχῶς φέρει εὐδιάκριτα τήν ἀπολύτως ἀπελπιστική πινακίδα μέ τόν τίτλο «ἐθνικό ἀδιέξοδο».
Συμπέρασμα 1o: Ἄν λησμονήσω, ἡ Ἑλληνορθοδοξία τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου δέ θά ἀνθήσει! Ἡ σημερινή Ἑλλάδα, χωρίς πρῶτα νά ἀναβιώσει τήν ἐν πολλοῖς ξεχασμένη καί λανθάνουσα Ρωμηοσύνη της, δέν μπορεῖ θεωροῦμε κατ’ οὐδένα τρόπο νά ξανά-ζωντανέψει καί νά βρεῖ τό δρόμο πού ἱστορικῶς δικαιοῦται. Δηλαδή, μέ πολύ ἁπλά λόγια, ὅσο οἱ Νεοέλληνες παραμένουν εἴτε ὡς ἀπαθεῖς ἄθεοι εἴτε ὡς Δυτικῶς νοηματοδοτούμενοι καί νοούμενοι «Γραικοί», καί ὄχι ἀντιθέτως ὡς γνήσιοι Ἑλληνο-Ὀρθόδοξοι Γραικοί-Ἕλληνες-Ρωμηοί, τόσο τό ἐθνικό μας μέλλον θά παραμένει θλιβερό, ἀσαφές καί ἄφωτο.
Συμπέρασμα 2o: Ὑπάρχει ἀνάγκη νά μπεῖ ἄμεσα σέ ἐνέργεια μία νέα, γνήσια καί δραστήρια Ἑλληνορθόδοξη κοινωνική δράση, ἀπό κάτω πρός τά πάνω: γιά νά ὑπάρξει μία νέα, ἐθνική καί Ἑλληνο-Ὀρθόδοξη παλιγγενεσία. Ὑπάρχει ἀνάγκη νά δημιουργηθεῖ ἄμεσα μία σύγχρονη καί δραστήρια ἱεραποστολική προσπάθεια Ἑλληνο-Ὀρθόδοξων Ρωμηῶν, πού θά ἔχει ὡς μοναδική ἐθνική ἐπιδίωξη τήν ἀναβίωση καί τήν ἐφαρμογή τῶν ἀρχῶν, τῶν ἀξιῶν, τῶν ἰδεωδῶν καί τῶν ἠθῶν τῆς ἐν πολλοῖς ξεχασμένης Ἑλληνο-Ρωμηοσύνης μας. Τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμηοσύνης, πού κέντρο της εἶναι ἡ πίστη στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, ἡ φιλοπατρία καί ἡ βίωση τῆς ἅγιο-πνευματικῆς ζωῆς.
Συμπέρασμα 3ο: Μέ τήν παροῦσα ἀνά χείρας μελέτη-ἐπιμέλεια, μέ κανένα τρόπο δέ θέλουμε νά πρωτοτυπήσουμε. Ὄχι. Τό μόνο πού θέλουμε νά κάνουμε εἶναι νά ποτίσουμε τό ἀθάνατο λουλούδι τῆς Ρωμηοσύνης γιά νά ξανανθίσει καί πάλι στή σημερινή καί χειμαζόμενη Ἑλλάδα. Καί αὐτό, γιά τόν ἑξῆς πάρα πολύ ἁπλό ἱστορικό λόγο καί ἐθνική ὑποχρέωση: Ἡ κλασική Ἀρχαία Ἑλλάδα τῶν προπατόρων καί παππούδων μας συνεχίζει ἀναλλοίωτη καί ἀμετάβλητη νά ἐνυπάρχει καί νά συνενώνεται, διαμέσου τῆς μεσαιωνικῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου τῶν προπατόρων καί γονέων μας, μέ τή σημερινή σύγχρονη Ἑλλάδα τῶν ἀπογόνων καί παιδιῶν τους. Πάντοτε δέ, ὡς μία Ἑλληνο-Ρωμαίϊκη, ἑνιαία, πραγματική, συνεχής, ἀδιάσπαστη ἑνότητα καί ὀντότητα. Ἔστω καί τώρα, τήν ὕστατη ὥρα, εἶναι θεωροῦμε ὕψιστο χρέος, καιρός καί εὐκαιρία ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες νά μοιάσουμε, νά ἀκολουθήσουμε καί ἐν τέλει νά τιμήσουμε μέ τίς πράξεις καί τά ἔργα μας ὅλους τούς ἔνδοξους καί λαμπρούς, Ἁγίους καί ἥρωες προγόνους μας!
ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ, ΝΕΑ ΡΩΜΗ, ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Ἡ κλασική Ἀρχαία Ἑλλάδα, ἡ αὐτοκρατορική Ρωμανία-Βυζάντιο τῆς μεσαιωνικῆς περιόδου καί ἡ σημερινή σύγχρονη Ἑλλάδα εἶναι ἤ ἀποτελοῦν, μία ἑνιαία, συνεχή καί ἀδιαίρετη ὁλότητα. Ἀποτελοῦν μία εὐθεία καί ἀδιάλειπτη ἱστορική διαδρομή καί βίωμα μέσα στούς ἀπέραντους αἰῶνες. Στό ἐπίκεντρο αὐτῆς τῆς πορείας βρίσκεται ἡ μοναδική καί ὁλοζώντανη, ἀνά τούς αἰῶνες, Ἑλληνο-Ρωμανική παράδοση καί πολιτισμός. Στόν πυρήνα αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς βρίσκεται ἡ Θεόσδοτη καί ζωοποιοῦσα Ἑλληνο-Ὀρθοδοξία. Στήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ ὑπέρ-τρισχιλιετοῦς ὁδοιπορικοῦ βρίσκεται ἀδιαλείπτως ἕνας, καί μόνον ἕνας, λαός: οἱ Ἕλληνες-Ρωμηοί. Δηλαδή, τό Ἑλληνο-Ρωμαίϊκο καί οἱ σημερινοί Νεοέλληνες.
Μέσα στό διάβα τῆς ἱστορίας, ὁ κλασικός Ἑλληνισμός βαπτίσθηκε μέσα στήν ἔνδοξη Ρωμανία-Βυζάντιο. Ἡ Ρωμανική παράδοση καί πολιτισμός ἦταν ἡ συνέχεια τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, «βαπτισμένη» ἐν τούτοις μέσα στήν Κοινωνία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θείου Λόγου καί τῆς τότε Χριστοκεντρικῆς αὐτοκρατορίας. Κατ’ αὐτή τήν ἔννοια, ἡ ἀρχαία κλασική παιδεία καί ὁ πολιτισμός τῶν ἀρχαίων προγόνων μας διασώθηκαν, καλλιεργήθηκαν, ἀναγεννήθηκαν καί ἤκμασαν στή Ρωμανία. Μάλιστα, στό μέγιστο δυνητικά πνευματικό βαθμό. Ἡ παλαιά κλασική Ἑλλάδα προήχθη καί μεγαλούργησε, σέ ὅλες γενικῶς τίς ἐκφράσεις της, μέσα στή δική της, ἱστορικά, γενεαλογικά καί ἐθνολογικά Ρωμανία.
Γιά νά σᾶς δώσουμε λακωνικά μία σύντομη ἱστορική μικρογραφία καί προοπτική, σᾶς ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἡ Δημιουργία τοῦ κόσμου, κατά τούς Ο’=70, ἔλαβε χώρα τό ἔτος 5508 π.Χ. – μέ πρώτους κατοίκους τῆς γῆς τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα καί τά 5 παιδιά τους: Κάϊν, Ἄβελ, Σήθ, καί τίς δύο θυγατέρες τους: Ἀζούραν καί Ἀσούμ. Ὁ Κατακλυσμός ἔγινε τό ἔτος 3246 π.Χ. μέ τούς 3 υἱούς τοῦ Νῶε νά σκορπίζουν, τότε, ἀνά τήν ὑφήλιο: Σήμ στήν Ἀσία, Χάμ στήν Ἀφρική καί Ἰάφεθ στήν Εὐρώπη. Τό 2171 π.Χ. γεννήθηκε ὁ Ἀβραάμ. Τό 2071 π.Χ. γεννήθηκε ὁ Ἰσαάκ. Τό 2011 π.Χ. γεννήθηκε ὁ Ἰακώβ. Κρητικός πολιτισμός 2000-1400 π.Χ.. Μυκηναϊκός πολιτισμός 1600-1100 π.Χ. Τό 1564 π.Χ. γεννήθηκε ὁ Μωϋσῆς.
Τό ἔτος 1484 π.Χ. ἔλαβε χώρα ἡ Ἔξοδος ἀπό τήν Αἴγυπτο. Κάθοδος τῶν Δωριέων 1200-1100 π.Χ. Τό ἔτος 1186 π.Χ. ἔλαβε χώρα ὁ 10ετής Τρωϊκός Πόλεμος. 1085 π.Χ. γέννηση τοῦ Δαβίδ. 1033 π.Χ., γέννηση τοῦ Σολομώντα. Τό ἔτος 975 π.Χ. λαμβάνει χώρα ἡ διαίρεση τῶν Βασιλείων (Ἰσραήλ καί Ἰούδα). Τό Βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ (970-725) εἶχε 19 Βασιλεῖς γιά 245 χρόνια. Τό Βασίλειο τοῦ Ἰούδα (970-588) εἶχε 20 βασιλεῖς γιά 383 χρόνια. Ἵδρυση τῆς Ρώμης 753. Τό ἔτος 536 π.Χ. ἔλαβε χώρα ἡ ἐπιστροφή τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας. 449: Περικλῆς ὁ Ἀθηναῖος. 359: Φίλιππος ὁ Μακεδών γίνεται Βασιλεύς. 356: Γέννηση τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ἔτος 336 π.Χ. ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος γίνεται Βασιλεύς, σέ ἡλικία 20 ἐτῶν.
Στήν παλαιά Ρώμη, ὁ αὐτοκράτορας Ὀκταβιανός ἀνακηρύσσεται Αὔγουστος τό ἔτος 29 π.Χ. Πτώση καί τέλος τῆς παλαιᾶς Ρώμης τό ἔτος 476 μ.Χ. Ἐνδιαμέσως, εἴχαμε τρία διαφορετικά πολιτεύματα: 1ον) Τό Ρωμαϊκό Βασίλειο διαρκεῖ ἀπό τό 753 π.Χ., μέχρι τό 509 π.Χ. 2ον) Ἡ Ρωμαϊκή Δημοκρατία ἕπεται: 509 π.Χ. – 27 π.Χ.. Ἐνῶ, τέλος, 3ον) ἀκολουθεῖ ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ἀπό τό ἔτος 27 π.Χ. ἕως τό ὁριστικό τέλος τῆς παλαιᾶς Ρώμης τό 476 μ.Χ. Το 410, οἱ Βησιγότθοι, μέ ἀρχηγό τόν Ἀλάριχο Α’, λεηλάτησαν τήν ἴδια τή Ρώμη. Οἱ Βάνδαλοι κατέλαβαν, ἐπίσης, ἐπαρχίες, ὅπως αὐτές τῆς: Γαλατίας, Ἱσπανίας καί Βόρειας Ἀφρικῆς. Τό 455 λεηλάτησαν ξανά τή Ρώμη. Τέλος, στις 4 Σεπτεμβρίου 476 ὁ Γερμανός φύλαρχος Ὀδόακρος ἐξανάγκασε τόν τελευταῖο Αὐτοκράτορα, Ρωμύλο Αὐγουστύλο, νά ἐγκαταλείψει ὁριστικά τό θρόνο του.
Ἐπίσης ἱστορικά, σᾶς ὑπενθυμίζουμε ὅτι, ἀπό τό 1.400 περίπου μέχρι τό 300 π.Χ., πολλές πόλεις τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας (Ἀθήνα, Σπάρτη, Θήβα, Πέλλα) διεκδίκησαν τά πρωτεῖα καί τήν ἡγεσία τοῦ Ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς πόλεις, ἡ Ἀθήνα κατεῖχε τήν πρωτεύουσα θέση τά περισσότερα χρόνια καί μέ διαφορά. Ὅπως ἡ ἔνδοξη Ἀρχαία Ἀθήνα ἀποτέλεσε τό τότε «Σχολεῖο τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας», ἔτσι, παραλλήλως, καί οἱ ἀποικίες τῶν Ἑλλήνων τῆς κάτω Ἰταλίας ἤ τῆς «Μεγάλης Ἑλλάδας» (Τάρας, Νεάπολις, Συρακοῦσες, Κύμη, Παρθενόπη, Μεταπόντιο, Ἀκράγαντας, Ἰππώνιον), ἔγιναν, ἀντιστοίχως, οἱ διδάσκαλοι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καί τῶν τότε Ἀρχαίων Λατίνων. Ἡ Ρώμη ἐθεωρεῖτο τότε «πόλις Ἑλληνίς», ὅπως τήν ὀνομάζει πάρα πολύ χαρακτηριστικά ὁ Ἡρακλείδης Ποντικός.
Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι πολλοί Λατίνοι Ρωμαῖοι τῆς τότε ἐποχῆς, ὅπως λόγου χάρη ὁ Κάτων ὁ Πρεσβύτερος (2ος π.Χ. αἰώνας), ἐνίσταντο γιά τήν ἰδιαίτερα μεγάλη ἐπιρροή τῶν Ἑλλήνων ἐπί τῶν Ρωμαίων. Ἕνα ἰδιαίτερο στίγμα αὐτῆς τῆς ἰδιαίτερης κατάστασής μας τό προσφέρει ἐπίσης ὁ σατυρικός Ἰουβενάλιος, πού εἶχε πεῖ τότε τήν παροιμιώδη φράση: «Μισῶ μία Ρώμη γεμάτη Ἕλληνες». Καί μόνον αὐτή ἡ χαρακτηριστική φράση τά περιγράφει καί τά ἑρμηνεύει ὅλα ἀπό μόνη της.
Προσέτι δέ, ὁ μεγαλύτερος Ρωμαῖος ρήτορας, ὁ Κικέρων, ὁμολογοῦσε ὅτι ἡ Ρώμη ὄφειλε τήν πρόοδο τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν της στήν Ἑλλάδα, ἐνῶ ὁ μεγάλος ποιητής Βιργίλιος, ἔλεγε ὅτι ὁ Πολιτισμός τῶν Ρωμαίων ἦταν Ἑλληνικός. Ὅλα αὐτά, καί ὄχι μόνο, μποροῦν νά ἀποδοθοῦν καί νά συνοψισθοῦν στά λόγια τοῦ φημισμένου ποιητῆ Ὀράτιου: «Ἡ Ἑλλάδα ἐνικήθηκε, ἀλλά ἐνίκησε τόν κατακτητή-νικητή καί εἰσήγαγε στόν ἀγροῖκο Λάτιο τίς καλές τέχνες».
Παρενθετικά, θά προσθέσουμε ἐδῶ καί τά ἑξῆς ἐπιπρόσθετα ἱστορικά στοιχεῖα ἤ γενικότερα δεδομένα: «Τόσο τό Δυτικό ὅσο καί τό Ἀνατολικό Ρωμαϊκό Κράτος (=Ρωμανία-Βυζάντιο) ἦταν ἑλληνικά. Τόσο ἑλληνικά, ὅσο καί ἡ ἑλληνιστική Μακεδονική Αὐτοκρατορία. Τό νά μᾶς ἀποκαλεῖ κάποιος Ρωμηούς εἶναι τόσο προσβλητικό ὅσο τό νά μᾶς ἀποκαλοῦν «Μακεδόνες» ἤ «Σπαρτιάτες»!
«Πῶς θεωροῦν οἱ «Ἀρχαῖο-λάτρες» τό «Ρωμαῖος-Ρωμηός» μή ἑλληνικό, τή στιγμή πού τό ἴνδαλμά τους, ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουλιανός γράφει ἐπί λέξει: “Ἄλλωστε οἱ Ρωμαῖοι ἀνήκουν στό γένος τῶν Ἑλλήνων” (Ἰουλιανός: ἐπιστολή «Εἰς τόν βασιλέαν Ἥλιον πρός Σαλούστιον», 153a καί “…παρόλο πού γνωρίζω ὅτι κι ἐσεῖς [οἱ Λατίνοι Ρωμαῖοι] ἀπό αὐτούς [Ἕλληνες] κατάγεστε” (Ἰουλιανοῦ, «Συμπόσιον ἤ Κρονιᾶς» 324a)».
Καί συνεχίζει: «Στά ἴδια κείμενα, ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουλιανός γράφει: «Θεωρῶ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος ἀναγνώρισε τήν πόλη μας (Ρώμη) Ἑλληνίδα, τόσο στήν καταγωγή ὅσο καί στό πολίτευμα». Εἶναι ἀνεξήγητο, λοιπόν, οἱ «Ἀρχαιόπληκτοι» νά ἀντιτίθενται στό ὄνομα «Ρωμαῖος-Ρωμηός», ἀφοῦ τό ἴνδαλμα τους, ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, θεωρεῖ τούς Ρωμαίους Ἕλληνες στήν καταγωγή καί στά πάντα. Πῶς εἶναι δυνατόν οἱ Νεοπαγανιστές/Ἐθνικοί νά ἰσχυρίζονται ὅτι «ἡ Ἑλλάδα ἦταν «ὑπόδουλη στούς Ρωμαίους», ἀφοῦ τούς διαψεύδει ἕνας Ἐθνικός Ρωμαῖος, πού αὐτό-ἀποκαλοῦνταν ὁ ἴδιος Ἕλλην;». (Πηγή: Ἡ Παραχάραξη τῆς Ἱστορίας, τοῦ Θωμᾶ Φ. Δρίτσα)
(www.romanity.oodegr.com)].
Ἔτι περαιτέρω, ἦταν ὁ Ἕλληνας Μακεδόνας Βασιλέας Φίλιππος Β’ (359-336 π.Χ.), αὐτός πού στή συνέχεια ἕνωσε τήν τότε ἠπειρωτική Ἑλλάδα καί τόν τότε ἠπειρωτικό Ἑλληνισμό σέ μία θεαματικά μεγαλύτερη κρατική καί πολιτισμική ὀντότητα. Μετέπειτα μέ τό γιό του, τό Μέγα Ἀλέξανδρο (356-323 π.Χ.), τόν προφανῶς ἐπιλεγμένο ἀπό τήν Ἄνωθεν Πρόνοια γιά Βασιλιά, ὁ Ἑλληνισμός ἔφτασε νά κατακτᾶ ὅλον τό γνωστό τότε κόσμο. Ἡ Ἀλεξανδρινή Ἑλλάδα, μέ τό μοναδικό πολιτισμό καί τά θαυμαστά πνευματικά της φῶτα, ἔφτασε μέχρι τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ἡ Ἑλληνική γλώσσα, στήν ὁποία – καθόλου τυχαία! – μετέπειτα ἐγράφη καί ἡ Ἁγία Γραφή (Καινή Διαθήκη), διαδόθηκε παντοῦ ἀνά τήν τότε γνωστή ὑφήλιο.
Τά κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού προστέθηκαν μετά τίς κατακτήσεις στήν Ἀρχαία Ἀθήνα καί στήν ἤδη ὑπάρχουσα παλαιά Ρώμη, διευρύνθηκαν ἔτι περαιτέρω, οὕτως ὥστε ἔπαψε καί δέν ἦταν πιά μόνο ἡ Μακεδονική πρωτεύουσα Πέλλα τό τρίτο τότε νέο κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τόσο ἡ Ἀλεξάνδρεια (πού πῆρε τό ὄνομα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου), ὅσο καί ἡ Ἀντιόχεια (πού καί αὐτή πῆρε τό ὄνομα τοῦ πατέρα τοῦ στρατηγοῦ τοῦ Μεγάλου Ἀλέξανδρου, Σέλευκου Α’ Νικάτορα) ἔγιναν, παρομοίως, δύο ἀκόμη (τό τέταρτο καί τό πέμπτο κατά σειρά) ἐξαιρετικά σπουδαῖα διεθνικά κέντρα τοῦ τότε περίλαμπρου καί οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἱστορικά, τό τέλος καί ἡ ὁριστική κατάκτηση τοῦ Ἑλληνικοῦ καί Ἑλληνιστικοῦ τότε κόσμου θεωρεῖται ὅτι συνετελέσθει, ὁλοκληρωτικῶς, τό ἔτος 31 π.Χ. μέ τή ναυμαχία στό Ἄκτιον. Νικώντας ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ Ρωμαῖος Ὀκταβιανός Αὔγουστος τήν Κλεοπάτρα, τελευταία Βασίλισσα τῆς Δυναστείας τῶν Πτολεμαίων/Μακεδόνων καί τόν Μάρκο Ἀντώνιο θέτει τή βάση καί τήν ἀρχή τῆς ἐπερχόμενης κυριαρχίας τῆς Ρώμης ἐπί τοῦ μεγαλύτερου μέρους τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Σᾶς φέρουμε, ἐπίσης, στό νοῦ ὅτι ἡ γνωστή καί ὡς περίοδος τῆς Ρωμαϊκῆς Εἰρήνης, ἤ «Pax Romana» καί ἀκμῆς σταματᾶ χρονικῶς μέ τήν ἄνοδο τοῦ αὐτοκράτορα Κόμμοδου, τό 180 μ.Χ.
Ὡστόσο, τήν παρακμή τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πού ἀκολούθησε τήν ἀνακόπτει ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Κωνσταντίνου (272-337). Τοῦ μοναδικοῦ στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας Ἁγίου αὐτοκράτορα, πού ποτέ του δέν ἡττήθηκε σέ πολεμική μάχη ἀπό κάποιον ἀντίπαλό του. Στό σημεῖο αὐτό θά προσθέσουμε μία λεπτή καί ἄκρως σημαντική ἱστορική διευκρίνηση: Ἡ «Ρωμαϊκή» καί ἡ «Ρωμαίϊκη» ἱστορία (μέ τήν ἕως τώρα «λεπτή» λεκτική διαφορά τοῦ ἑνός καί μόνο «ἰ», γιώτα), δέ διαφέρουν πιά αὐτή τή χρονική περίοδο, ἀφοῦ πλέον καί τά δύο γεωγραφικά τους μέρη (Ἀνατολή καί Δύση) γίνονται ἤ συμπτύσσονται σέ «ἕνα καί τό αὐτό ὅλον»: μία ἱστορική, λαμπρή καί δοξασμένη ὀντότητα καί διαδρομή.
Τοιουτοτρόπως, ἡ ἱστορία καταγράφει στά ἀνεξίτηλα «κιτάπια της» τήν πρώτη, παγκόσμια καί ἑνωμένη Χριστιανική Αὐτοκρατορία. Ἡ γέννηση τῆς Ρωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, πέριξ τοῦ ὀνόματος καί τῆς δόξας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μέ ἔμβλημα-σύμβολο τόν Σταυρό τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Κυρίου, εἶναι ἐπισήμως πιά τό οἰκουμενικό καί τό μέγα ἱστορικό γεγονός ὅλης τῆς τότε γνωστῆς ἀνθρωπότητας. Πλέον, ἡ Ἁγιοτριαδική ἀπαρχή καί οἱ ἱστορικές βάσεις τῆς Ἑλληνο-Ρωμηοσύνης, τῶν Ρωμηῶν καί τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου τέθηκαν. Ἔκτοτε, ἡ ἀνθρωπότητα δέ θά εἶναι ποτέ της πιά ἡ ἴδια.
Χωρίς ἄλλο, σέ ἱστορική βάση, Ἀνατολή καί Δύση πορεύονται πλέον γιά ἀρκετούς αἰῶνες μαζί, ὡς ἕνα μοναδιαῖο ὑπέρ-γεωγραφικό σῶμα καί ἑνότητα. Τά δέ γενικότερα «Ρωμαϊκά» πράγματα καί ἡ μετέπειτα ἱστορία ἀλλάζουν ἀκόμη πιό θεαματικά μέ τήν ἐπίσημη μεταφορά τῆς πρωτεύουσας Παλιᾶς Ρώμης, τοῦ ποταμοῦ Τίβερη στή Νέα Ρώμη, στίς ὄχθες τοῦ Βοσπόρου. Δηλαδή, ἀπό τούς Ἑλληνο-Λατίνους στούς Ἕλληνο-Ὀρθοδόξους. Ἐξ οὐ καί τό ἱστορικό τότε «ὅλον» ἤ δηλαδή τό «Ρωμαϊκά» (παλαιά Ρώμη) «μετατοπίζεται», ὁρίζεται καί περιγράφεται ἐπί Βασιλείας τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Κωνσταντίνου στό «Ρωμαίϊκα» (Νέα Ρώμη): μέ τά ἐπίσημα ἐγκαίνιά της, στίς 11 Μαΐου τοῦ 330.
Ἐκείνη τήν ἐποχή, αὐτή ἡ γεωγραφικῶς τεράστια Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου εἶχε δύο ἐπίσημες γλῶσσες: τά λατινικά καί τά ἑλληνικά. Τό «Ρωμαϊκά» μέ ἕνα «ι» γιώτα σήμαινε τά Λατινικά. Τό «Ρωμαίϊκα» μέ τά δύο «ι» γιώτα σήμαινε τά Ἑλληνικά. Τό «ι»-γιώτα «ξεχώριζε» τίς γλῶσσες τῶν Λατίνων Ρωμαίων ἀπό αὐτές τῶν Ἑλλήνων Ρωμαίων ἤ Ρωμηῶν. Μάλιστα δέ, πολύ πρίν ἀκόμη γίνει ἡ ἐπίσημη μεταφορά τῆς πρωτεύουσας στή Νέα Ρώμη, εἶχε ἤδη ὑποχωρήσει ἡ χρήση τῆς «Ρωμαϊκῆς» γλώσσας (λατινικά), δίνοντας τό προβάδισμα τότε στή «Ρωμαίϊκη» γλώσσα (ἑλληνικά). Βεβαίως, πάντοτε ὑπῆρχε στή Ρωμανία-Βυζάντιο καί ἕνα μεγάλο τμῆμα ἀπό Λατινόφωνους Ρωμαίους.
Ἀκολούθως, ὀ αὐτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος (379–395 μ.Χ.) ἦταν αὐτός πού, στίς 27 Φεβρουαρίου του 380, ἀναγνώρισε ἐγγράφως καί πολιτικά τό Χριστιανισμό ὡς τήν ἐπίσημη θρησκεία ὁλόκληρης τῆς τότε αὐτοκρατορίας. Δηλώνοντας ὁ ἴδιος ἐπί λέξει ὅτι «ἐπιθυμοῦμε ὅλα τά διάφορα ὑπήκοα ἔθνη […] νά ἀκολουθοῦν τή Θρησκεία πού παραδόθηκε στούς Ρωμαίους ἀπό τόν Ἅγιο ἀπόστολο Πέτρο». Ἡ ἐν λόγω πολιτική πράξη τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, συνεχίζει καί θά παραμένει ἀενάως νά εἶναι τό πιό πολύτιμο καί ἀνεκτίμητο «πολιτικό δῶρο», πού ἔκανε ποτέ ἄνθρωπος σέ ἄλλους ἀνθρώπους. Εἶναι ἀξιοσημείωτο νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ρωμανία χωρίσθηκε σέ δύο διαφορετικά κράτη, Ἀνατολικό καί Δυτικό, τό ἔτος 395 μ.Χ., γιά νά διευκολυνθεῖ ἡ διακυβέρνησή της.
Τοιουτοτρόπως, μέ αὐτοκρατορικό νόμο καί μέ τόν πλέον ἐπίσημο πιά τρόπο δημιουργήθηκε ἡ πρώτη στόν κόσμο Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτή ἡ λαμπρή καί δοξασμένη Αὐτοκρατορία τῆς Ἑλληνορθοδοξίας ἔμελε νά ζήσει καί νά ἐγκωμιασθεῖ γιά πάνω ἀπό 11 αἰῶνες. Γιά 1123 ἔτη. Ὠσαύτως, ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα ἔζησε καί ἐπωφελήθηκε ἀπό ἕναν ὑπερχιλιετῆ καί λαμπρό Ρωμαίϊκο πολιτισμό. Τόν ἐκχριστιανισμένο πιά Ἑλληνικό καί Ὀρθόδοξο πολιτισμό. Δηλαδή, τόν πρῶτο Ἑλληνο-Χριστιανικό πολιτισμό ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Δέν εἶναι ἤ ἀποτελεῖ, συνεπῶς, ἔκπληξη καί τό γεγονός ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ρωμανίας ἄφηναν γένεια, σέ ἀντίθεση μέ τούς Λατίνους πού ξυρίζονταν.
Ἡ Κωνσταντινούπολη Νέα Ρώμη δέν ἦταν ἡ κλασική Ἀθήνα. Δέν ἦταν ἡ Ἑλληνιστική Ἀλεξάνδρεια ἤ ἡ Ἀντιόχεια. Οὔτε ἦταν ἡ παλαιά Ρώμη καί ἡ Πέλλα. Ἦταν ὅλα αὐτά μαζί καί ὅλα ξεχωριστά. Ὅλα αὐτά μαζί ὀργανικά καί λειτουργικά συντεθειμένα, ὅπως εἶναι τά ψηφιδωτά. Ἡ Νέα Ρώμη δέν ἀνέδειξε τόσο φημισμένους καί μοναδικούς φιλοσόφους, ἐπιστήμονες καί καλλιτέχνες, ἀνάλογους μέ αὐτούς πού ἀνέδειξε ἀντιστοίχως ἡ κλασική Ἑλλάδα δηλαδή, οἱ δικοί τους πρόγονοι. Ὅλους αὐτούς τούς διαπρεπεῖς καί ἀσύγκριτους προγόνους της ἡ Νέα Ρώμη τούς εἶχε ὅλους «ὡσεί παρόντες» εἴτε ἐκ «γονικῆς ἤ γονιδιακῆς μεταφορᾶς» εἴτε ἐκ τῆς ἀδιάλειπτης ἱστορικῆς συνέχειάς της μέ τήν Ἀρχαία κλασική Ἑλλάδα.
Ἡ Νέα Ρώμη, ἀντιθέτως, ἀνέδειξε σπουδαίους ὑμνογράφους, ποιητές, θεολόγους, μυστικούς, στοχαστές καί ἡσυχαστές. Αὐτό ὅμως πού, κυρίως, ἀνέδειξε ἡ Νέα Ρώμη ἦταν οἱ πάρα πολλοί ἀριθμητικῶς καί μεγάλοι Ἅγιοί της καί πνευματικοί ἥρωές της. Ἡ ἐσωτερική δυναμική τῶν τότε Ἑλληνο-Ρωμηῶν ἔφερε στήν ἐπιφάνεια ἐξαιρετικά σπουδαῖα δείγματα ἑνός ἀπαράμιλλου καί μοναδικοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως εἶναι, λόγου χάρη, ἡ φιλοσοφική σύνθεση τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (Βασίλειος Καισαρείας, Γρηγόριος Ναζιανζοῦ καί Γρηγόριος Νύσσης), ἡ ἔκπαγλη τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ καί ἡ Θεία Λειτουργία, πού μᾶς παρέδωσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Μιλώντας γι’ αὐτή τήν πνευματική κληρονομιά καί τόν πολιτισμό τῆς Νέας Ρώμης, ὁ Πενταπόλεως καί Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς, εἰδικότερα γιά τήν περίοδο τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς (ἀπό τόν 6ο μέχρι τόν 9ο αἰώνα) γράφει καί τά ἑξῆς: «Ὁ Μεσαιωνικός Ἑλληνισμός δέν στερεῖτο βεβαίως ἐμπορικῆς, βιομηχανικῆς καί ναυτικῆς ἐπιδεξιότητος. Δέν στερεῖτο ἐπισήμως καί τέχνης καί διοικητικῆς ἐμπειρίας, κι οὔτε, στό τέλος – τέλος, πολεμικῆς ἀνδρείας. Ἐάν δέν εἶχε αὐτά τά προτερήματα, δέν θά ἦταν δυνατόν νά συντηρηθεῖ ὅσο συντηρήθηκε, νά δημιουργήσει τόσους πολλούς πόρους καί νά ἀντέξει ἐπί πολύ σέ συνεχεῖς πολέμους».
«Ἀλλ’, ὅπως εἴπαμε πολλές φορές, τό πιό ἰσχυρό ἀπό τά ἠθικά του ἐλατήρια ἦταν ἡ ἀφοσίωσή του πρός τή θρησκεία. Ἡ θρησκεία μετεώριζε τό πνεῦμα, δυνάμωνε τήν καρδιά, δίδασκε τήν ἰσότητα, τήν ἐλευθερία, τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον, τήν αὐτοθυσία, τήν ἐργατικότητα καί γενικῶς ὅλα ὅσα μποροῦσαν νά συντελέσουν στήν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπινου χαρακτῆρος».
Σέ ἕνα ἄλλο σημεῖο, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος γράφει ἐπίσης: «Οἱ ἐχθροί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀπό ζηλοτυπία ζήτησαν νά τήν σκοτεινιάσουν μέ μία μαύρη ἐπωνυμία, γιά νά ἀμαυρώσουν τό φῶς τῶν ἔργων πού ἔγιναν κατά τήν περίοδο αὐτή (6ος – 9ος αἰώνας) καί νά μειώσουν τήν ἀξία τῆς δράσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ στό ἐκπολιτιστικό ἔργο. Ἐπεδίωξαν νά τοῦ ἀποδώσουν κατηγορία ἀνάξια του καί ν’ ἀπαρνηθοῦν ἔτσι τήν ὀφειλόμενη πρός τόν Ἑλληνισμό εὐγνωμοσύνη καί τόν πρέποντα ἔπαινο, πού ἦταν δίκαιος καί ὀφειλόμενος, γιατί ὁ Βυζαντινός Ἑλληνισμός ἔδρασε, ἐργάσθηκε καί ἔπεσε μαχόμενος χάριν τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀλήθειας».
Καί ὁ Ἅγιός μας, Νεκτάριος Κεφαλᾶς, συνεχίζει τονίζοντας ὅτι: «Ἐπειδή λοιπόν τό ἔργο τοῦ Βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν μεγάλο, μεγάλη ἦταν κι ἡ τιμή πού ὀφειλόταν στούς ἀπογόνους του. Γι’ αὐτό τό λόγο θεώρησα ἀναγκαῖο νά ἀσχοληθῶ μέ τό ζήτημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Μεσαίωνος καί νά ἀποδείξω ὅτι ἄδικα ἀποκαλοῦν Μεσαίωνα, δηλ. αἰώνας σκοταδιοῦ, ζόφους καί ἐρέβους – ὅπως ὀνομάζουν μερικοί ἀπό τούς ἱστορικούς – τούς αἰῶνες αὐτούς (6ος – 9ος αἰώνας) τῆς δράσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ στό Βυζάντιο».
«Πολλές φορές ρώτησα: «Ποιοί εἶναι οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους οἱ αἰῶνες ἀπό τόν Ἰουστινιανό (Ἅγιος καί Μέγας αὐτοκράτορας ἀπό τό 527 ἕως τό 565) μέχρι τόν Κωνσταντῖνο τόν Ζ’ τόν Πορφυρογέννητο (912) ὀνομάσθηκαν Μεσαίων; Ποιά ἡ σκοτεινή νύκτα καί τό σκότος πού τούς κάλυπτε καί ἡ βαρβαρότητα κι ἡ παχυλή ἀμάθεια πού χαρακτηρίζει αὐτούς τούς αἰῶνες καί ποιοί εἶναι οἱ πρῶτοι πού ἔδωσαν στούς αἰῶνες αὐτούς αὐτό τό ὄνομα, κι ἀπό ποῦ παρορμήθηκαν κι ἀπό ποῦ πείσθηκαν κι ἀποδέχθηκαν αὐτή τή γνώμη σάν σωστή;».
Γιά νά καταλήξει ἐν εἴδη τελικοῦ συμπεράσματος ὁ Ἅγιος Πενταπόλεως Νεκτάριος, γράφοντας κατά λέξει: «Αὐτά, κυρίως, θεωρήσαμε ἀναγκαῖο νά ποῦμε γιά τούς αἰῶνες αὐτούς (6ος – 9ος αἰώνας), πού διαβάλλονται ἀπό τούς ξένους ἱστορικούς σάν αἰῶνες σκοταδιοῦ κι ἐρέβους, γιά ν’ ἀποδείξουμε ὅτι ἡ γνώμη τους εἶναι ἀνακριβής καί ψεύτικη. Ἀποδείξαμε, λοιπόν, ἱστορικά ὅτι κατά τούς τέσσερεις αὐτούς αἰῶνες τό ἑλληνικό βυζαντινό καλλιεργοῦσε τήν παιδεία καί τίς ἐπιστῆμες καί τίς τέχνες καί ὅτι τίποτε δέν ἔχασε ἀπ’ τήν πνευματική κληρονομιά πού τοῦ κληροδοτήθηκε».
«Ἀποδείξαμε ὅτι ἀγωνίσθηκε ἀνένδοτα ἐναντίον τῆς βαρβαρότητας πού ἀπειλοῦσε ὁλόκληρη τήν Εὐρώπη. Ἀποδείξαμε, ἐπίσης, ὅτι οἱ αἰῶνες αὐτοί (στό Βυζάντιο) εἶναι ἄξιοι καλλίτερης φήμης καί περισσότερης εὐγνωμοσύνης ἐκ μέρους ὅσων ἀπολαμβάνουν σήμερα τά ἀγαθά τοῦ πολιτισμοῦ». (Κεφαλᾶς, Νεκτάριος, Ὁ Πενταπόλεως Ἅγιος Νεκτάριος «Περί Μεσαίωνος καί Βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ». Ἐκδόσεις Πελασγός, Πειραιᾶς, 2000).
Γιά νά παρουσιάσουμε τήν πραγματική εἰκόνα τῆς τόσο πολύ ἀδικημένης Νέας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης, ἀπό τούς παλαιούς καί τούς νεώτερους Φράγκους, θά προσθέσουμε, ἔστω καί σέ ἱστορική μικρογραφία, καί τά ἀκόλουθα. Λακωνικά. Σημεῖο πρός σημεῖο: Ἡ Ρωμανία-Βυζάντιο εἶχε ἕνα πανίσχυρο Κράτος Δικαίου. Τό πιό ἐξελιγμένο καί τό πλέον σύγχρονο γιά τήν ἐποχή νομικό σύστημα. Τή μεγαλειώδη νομοθεσία της (Ἰουστινιανός): τήν ἀνώτερη τότε ὅλων τῶν ἀντίστοιχων ἄλλων, παγκοσμίως. Γιά πάνω ἀπό 11 αἰῶνες, τό πιό σταθερό καί ὑγιές οἰκονομικό καί νομισματικό σύστημα, πού καταγράφηκε σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη ἱστορία.
Ἔζησε 1123 χρόνια. Ἡ δεύτερη, ἡ Ρώμη, ἔζησε 800 χρόνια. Εἶχε τόν ἰσχυρότερο καί τόν καλύτερα ὀργανωμένο στρατό. Ὑπῆρξε μία ἀπό τίς καλύτερα ὀχυρωμένες πόλεις τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Ἐδῶ, ἐπίσης, στή Νέα Ρώμη γεννιοῦνται οἱ βασικές ἀρχές, τά «ἄρθρα» καί ἡ τελειοποίηση τῶν κανόνων τῆς διεθνοῦς διπλωματίας καί ἐθιμοτυπίας. Οἱ λόγιοι, οἱ διδάσκαλοι καί οἱ ἐρευνητές τῆς Ρωμανίας ἐμπλούτισαν τίς γνώσεις, τίς βιβλιοθῆκες καί τό λεξιλόγιο τῶν πρωτεργατῶν τῆς Ἀναγέννησης, στή δῆθεν ἀνεπτυγμένη τότε Δυτική Εὐρώπη. Ὑπῆρξε τεράστιας σημασίας συμβολή τῶν Ρωμηῶν λογίων καί μελετητῶν στήν ἀντιγραφή, τήν ἑρμηνεία, τή διάδοση καί τή διατήρηση τῶν ἀνεκτίμητων κλασικῶν χειρογράφων τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας.
Οἱ κάτοικοι τῆς Ρωμανικῆς αὐτοκρατορίας εἶχαν ἐξαιρετικά ὑψηλό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη μορφωτικό ἐπίπεδο, γενικές γνώσεις καί δεξιότητες. Στήν Ἑλληνο-Ὀρθόδοξη Βασιλεύουσα ἱδρύθηκε καί λειτούργησε τό πρῶτο μεγάλο, διεθνές καί διάσημο Πανεπιστήμιο. Κορωνίδα καί μορφωτικός φάρος τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος τῆς τότε Ρωμανίας, ἦταν τό Πανδιδακτήριο. Ἱδρύθηκε τό 425 μ.Χ., ἐπί Θεοδοσίου Β’. Ἦταν ἕνα ξακουστό οἰκουμενικό ἵδρυμα, ὑπέρ-δραστήριο, μέ σπουδαίους καθηγητές, πού σέ κάποια χρονική στιγμή ἔφτασε στό σημεῖο νά ἐπισκιάσει τίς ἀντίστοιχες σχολές ἄλλων ἰσχυρῶν πόλεων (παλαιά Ρώμη, Καισάρεια, Ἀθήνα, Ἀντιόχεια, Ἀλεξάνδρεια, Βυρηττός).
Εἶχε 31 ἕδρες. 16 ἑλληνικές καί 15 λατινικές μέ πάρα πολλές θεματικές ἑνότητες καί τμήματα σπουδῶν, ὅπως, λόγου χάρη, ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἱστορία, ρητορική, φιλοσοφία, μουσική, δίκαιο, μαθηματικά καί ἰατρική. Προσέτι δέ, ἀκόμη καί αὐτή καθ’ αὐτή ἡ δῆθεν εὐρωπαϊκή λέξη «universitas» ἤ «university», δέν ἀποτελεῖ τίποτε ἄλλο παρά τή λατινική ἀπόδοση τοῦ Ἑλληνο-Ρωμαίϊκου σύνθετου ὄρου «Οἰκουμενικόν Διδασκαλεῖον». Δηλαδή, διαφορετικά: τό Πανδιδακτήριο τῆς Ρωμανικῆς Κωνσταντινούπολης. Τό Ρωμαίϊκο ἐκπαιδευτικό σύστημα καί οἱ δομές του ἐλεγχόταν καί διευθύνονταν εἴτε ἀπό τά διάφορα ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα (κυρίως μοναστήρια) εἴτε ἀπό τήν κρατική ἐξουσία.
Μορφωτική βάση τῶν μαθητῶν ἦταν κυρίως τά ἱερά κείμενα (Ἁγία Γραφή, Ψαλτήρι, βίοι Ἁγίων) καί ἡ ἀρχαιοελληνική γραμματεία. Στήν Ὀρθόδοξη Βασιλεύουσα, κέντρο τῆς μορφωτικῆς μελέτης καί τῆς πνευματικῆς ἔρευνας ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ ζωή Του, οἱ διδαχές Του καί ἡ Ἀνάστασή Του, πού ἀποτελοῦσαν καί τόν ὁδηγό τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τῶν τότε Ἑλληνο-Ρωμηῶν. Ὁ Ὅμηρος καί ὁ Αἴσωπος ἀποτελοῦσαν ἕναν ἀκόμη βασικό ἄξονα τῆς τότε πρωτοβάθμιας ἐκπαίδευσης. Ὁ Ὅμηρος ἦταν στήν τότε Ρωμανία καί παραμένει μέχρι καί σήμερα ὡς ὁ «διδάσκαλος τῶν ἀρετῶν» (Μέγας Βασίλειος). Οἱ κάτοικοι τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου γνώριζαν καί ἀπήγγειλαν ἀπό στήθους τήν Ἰλιάδα, γιατί αὐτή περιέγραφε τόν ἡρωισμό, τήν ἐθελοθυσία, τήν ἀφοσίωση καί τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα. Ὁ Μιχαήλ Ψελλός λ.χ. ἀπό παιδί γνώριζε ἀπό στήθους ὁλόκληρη τήν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου.
Στή Θεοφύλακτη πόλη τῶν Ρωμηῶν τό κεντρικό ἰδανικό τῶν κατοίκων της ἦταν ἡ μεγάλη καί ἄρτια ἐκπαίδευση. Ἦταν οἰκογενειακό ὄνειδος καί ἀτύχημα ἡ ἔλλειψη μόρφωσης. Ὅλα τά παιδιά ξεκινοῦσαν τήν ἐκπαίδευσή τους μαθαίνοντας πρῶτα νά διαβάζουν καί νά γράφουν τά Ἑλληνικά ἤ τό «Ἑλληνίζειν τήν γλώσσαν». Τά παιδιά μάθαιναν ὁλόκληρη τήν Ἱερά Βίβλο. Μετά τήν Ἁγία γραφή ἀκολουθοῦσαν τά κλασσικά ἔργα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας (Ὅμηρος, Ἡσίοδος, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Θουκυδίδης). Στό δεύτερο στάδιο τῆς ἐκπαίδευσής τους οἱ νέοι τῆς Ρωμανίας διδάσκονταν ρητορική, μελετώντας τό Δημοσθένη, κλπ. Στό τρίτο στάδιο οἱ νέοι ἔπρεπε νά διδαχθοῦν φιλοσοφία.
Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι οἱ καθηγητές τῆς φιλοσοφίας στή Ρωμανική περίοδο δέν ἐλάμβαναν κανένα μισθό ἀπό τό κράτος, κάτι πού ἀντιθέτως ἔκαναν οἱ μαθηματικοί καί οἱ γιατροί καθηγητές, ἐπειδή αὐτοί περιφρονοῦσαν τά χρήματα. Στή συνέχεια οἱ νέοι τῆς Ρωμανίας μάθαιναν ἀριθμητική, γεωμετρία, ἀστρονομία καί μουσική (οἱ τέσσερεις τέχνες). Ἔτι περαιτέρω, οἱ Ρωμανοί μαθητές μποροῦσαν ἀκολούθως νά ἐξειδικευθοῦν εἴτε στήν ἰατρική εἴτε στή νομική εἴτε στή φυσική. Οἱ νέοι διδάσκονταν ἐπίσης τή Λατινική γλώσσα. Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἦταν ὑπεύθυνη γιά τήν ἐκπαίδευση καί τά ἐκπαιδευτήρια ὅλων γενικῶς τῶν βαθμίδων. Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο, συνεπῶς, καί τό γεγονός ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησία διατήρησε ἐν ζωή τήν Ὀρθοδοξία ἐπί τόσους αἰῶνες καί ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία διατήρησε, μέ τή σειρά της, γιά 1123 χρόνια, ζωντανή τήν ἔνδοξη Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας.
Στούς πάνω ἀπό 11 αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης αὐτοκρατορίας «παρέλασε» μία σειρά ἀπό ἐξαιρετικούς ἀνθρώπους, λόγιους καί θεοδίδακτους διδασκάλους καί ἐπιστήμονες. Ἀπό τούς Μέγα Βασίλειο, Ἰωάννη Χρυσόστομο καί Γρηγόριο Ναζιανζηνό, μέχρι τόν Μέγα Φώτιο, τόν Ρωμανό τόν Μελωδό καί τήν ποιήτρια Κασσιανή («Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίες περιπεσοῦσα γυνή»). Ὁ Μέγας Φώτιος μᾶς παρέδωσε τήν περίφημη Μυριόβιβλο: περιελάμβανε ἐγκυκλοπαιδικῶς τίς περιλήψεις ἀπό 280 σπουδαῖα βιβλία τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας. Στή Ρωμανία ἔδρασαν ἀκόμη, ἐνδεικτικῶς, καί οἱ: Μιχαήλ Ψελλός (λόγιος), Προκόπιος (ἱστορία), Ἄννα ἡ Κομνηνή (ἱστορία), Ἰωάννης Κατακουζηνός (ἱστορία), Λέων ὁ Φιλόσοφος (Ἀριστοτελικός).
Ἄριστο δεῖγμα τῆς Ρωμανικῆς λογοτεχνίας εἶναι καί τό γνωστό ἐπικό ποίημα τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα. Τό ἀριστούργημα αὐτό γράφτηκε τόν 10 αἰώνα καί ὁμιλοῦσε γιά τά σπουδαῖα κατορθώματα καί τούς ἔρωτες ἑνός τρομεροῦ πολεμιστῆ τῶν Ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς τότε Ρωμαίϊκης αὐτοκρατορίας. Ὁ ἥρωας Βασίλειος Διγενής εἶχε Ἑλληνίδα μητέρα καί Σύρο πατέρα, πού ὅμως ἀγάπησε πολύ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί στή συνέχεια ἐβαπτίσθηκε Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ὁ Διγενής ἤθελε νά πεθάνει σάν τόν Ἀχιλλέα στή μάχη καί νά δοξασθεῖ σάν τόν Μέγα Ἀλέξανδρο. Αὐτό ἦταν τό ὄνειρο καί ὁ σκοπός τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Τό Ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα γράφτηκε κατά τήν περίοδο τῶν Ἑλληνο-ἀραβικῶν πολέμων τοῦ δεκάτου αἰώνα. Ἦταν ἀσυγκρίτως καλύτερο ἀπό ὅλα τά ἀντίστοιχα πολεμικά ἔπη τῆς τότε Δύσης, ἐνῶ κανένα ἀνάλογο ἔμμετρο μυθιστόρημα δέν ἔφτασε σέ τέτοια ὕψη λογοτεχνικῆς ποιότητας καί ὕφους. Ἕνα ἐξαιρετικό δεῖγμα διάσωσης τῶν ἀρχαίων κειμένων ἀπό τούς προγόνους μας Ρωμανούς εἶναι ὁμοίως καί ὁ Παλίμψηστος τοῦ Ἀρχιμήδη. Τό χειρόγραφο αὐτό ἀποτελεῖ τό μοναδικό ἀντίγραφο τοῦ κώδικα τοῦ σπουδαίου Ἕλληνα μαθηματικοῦ, πού περιελάμβανε 174 σελίδες καί 55 σχέδια-θεωρίες.
Ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει σχεδόν ὁμοφωνία ἀπό τήν πλευρά τῶν ἱστορικῶν εἶναι στό γεγονός τῆς μεγάλης ἐπίδρασης πού ἄσκησαν οἱ Ρωμανοί πρόγονοί μας στά Ἰταλικά γράμματα καί τίς τέχνες τόν 15ο αἰώνα. Μία σειρά ἀπό σπουδαιότατους λογίους (Βησσαρίων ὁ Τραπεζούντιος, Πλήθων Γεμιστός, Μανουήλ Χρυσολωρᾶς, Κωνσταντῖνος Λάσκαρης, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης) προώθησαν τίς μελέτες καί τίς διδασκαλίες τους στή Δύση. Εἶναι αὐτοί οἱ Ἑλληνορωμανοί πού ἔθεσαν τά θεμέλια γιά τήν Ἰταλική Ἀναγγένηση καί τή μετέπειτα Ἀναγέννηση τῆς Δύσης συνολικότερα. Εἰδικότερα, δίδαξαν καί ἐπηρέασαν σημαντικά τό Ἐξαρχάτο τῆς Ραβέννας, τήν πόλη τῆς Βενετίας, τήν κάτω Ἰταλία καί Σικελία. Ὁ γνωστός ναός τοῦ Ἁγίου Μάρκου στή Βενετία εἶναι ἀντίγραφο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ἐπιπροσθέτως, θά πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι τό οἰκονομικό σύστημα τῆς Ρωμανίας εἶχε ἀντικαπιταλιστικό χαρακτήρα, μορφή καί φυσιογνωμία. Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική ἠθική ἦταν ἡ κεντρική ἀφετηρία καί τό βασικό θεμέλιο τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς στήν ἀχανή αὐτοκρατορία. Ἡ οἰκονομική ὀργάνωση καί ἡ δράση στή Ρωμανία περιστρεφόταν γύρω ἀπό τή λογική τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς νομιμότητας καί δικαιοσύνης. Γι’ αὐτόν τό λόγο καί ἡ κρατική παρέμβαση στήν οἰκονομία τῆς Ρωμανίας ἦταν ὄντως παροῦσα καί πολύ ἔντονη. Ὁ κρατικός παρεμβατισμός ἦταν ἰδεολογικό συστατικό καί πολιτειακό δεδομένο στά χρόνια τῆς Ρωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Οἱ συντεχνίες ἦταν ὁ ὀργανωτικός κανόνας τῆς τότε ἐποχῆς. Μάλιστα, κανένας δέν εἶχε τή δυνατότητα νά ἀνήκει ταυτοχρόνως σέ δύο συντεχνίες. Ὁ Ἔπαρχος καθόριζε τόσο τά κέρδη τῶν συντεχνιῶν καί τίς ὧρες ἐργασίας ὅσο ἐπίσης καί τούς μισθούς τῶν ἐργαζομένων καί τούς χώρους ὅπου αὐτές οἱ συντεχνίες θά κατασκεύαζαν ἤ θά πουλοῦσαν τά προϊόντα τους. Εἰδική κρατική πρόνοια καί παρέμβαση ὑπῆρχε γιά τούς ἀρτοποιούς καί τούς κρεοπῶλες, ἀφοῦ ἀπό τήν εὔρυθμη ὀργάνωσή τους καί τή συνεχή λειτουργία τους ἑξαρτιόταν καί ὁ ἐπισιτισμός τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπίσης, οἱ τιμές τῶν τροφίμων καί τῶν εἰδῶν εὐρείας κατανάλωσης συγκρατοῦνταν ἀρκετά χαμηλά μέ εὐθεῖες κρατικές ἐντολές καί παρεμβάσεις.
Ἡ ἀνεργία δέν ὑφίστατο ὡς οἰκονομικό ἤ κοινωνικό φαινόμενο στή Ρωμανία. Οἱ ἐργάτες δέν μποροῦσαν νά ἀπολυθοῦν. Οἱ τιμές τῶν προϊόντων καί τῶν ἀγαθῶν γενικότερα διατηροῦνταν πολύ χαμηλά μέσω τῆς κρατικῆς παρέμβασης. Παρομοίως, ἡ συνολική ποσότητα τοῦ χρήματος πού κυκλοφοροῦσε ἦταν καί αὐτή ἐλεγχόμενη ἀπό τήν παρεμβατική ἐξουσία τῶν ἑκάστοτε Ρωμανῶν αὐτοκρατόρων. Γιά παράδειγμα, ἀπό τό 330 μ.Χ. (Ἅγιος καί Μέγας Κωνσταντῖνος) μέχρι καί τό 1000 μ.Χ. (Βασίλειος ὁ Μακεδών) τό νόμισμα τῆς Ρωμανίας διακρατοῦσε τή σχετική ἀγοραστική του δύναμη ἐνῶ ταυτόχρονα διατηροῦσε σχεδόν ἀκέραια καί τήν ὀνομαστική του ἀξία. Ἀκόμη, ἡ αὐτοκρατορία ἐξασφάλιζε μέ κάθε τρόπο, μέσο καί παρέμβαση καί τά συμφέροντα τῶν καταναλωτῶν ἐνῶ καθόριζε προσέτι καί τό ποσοστό κέρδους τῶν πραματευτῶν στό γενικό ἐμπόριο.
Προφανῶς ἐδῶ ἀναφερόμαστε σέ ἕνα εἶδος Ὀρθόδοξου Ρωμανικοῦ Χριστιανικοῦ καπιταλισμοῦ. Αναφερόμαστε σέ μία ἠμι-ρυθμιζόμενη οἰκονομία Ἑλληνο-Ρωμηῶν πού παρεμπόδιζε συστηματικά τή συγκέντρωση μεγάλου πλούτου. Παρομοίως, ἡ οἰκονομική ὀργάνωση τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἁγίας Ρωμανίας ἐμπόδιζε καί κατέκρινε ἀμείλικτα τό δανειακό τοκισμό. Ἔτι, πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε τό ὅτι ἡ Ρωμανία ἦταν πάρα πολύ ἰσχυρή οἰκονομικά λόγω τοῦ ὅτι ἔδινε ὑπερβολική σημασία καί εἰδικό βάρος στούς ἐλεύθερους γεωργούς της, οἱ ὁποῖοι μάλιστα συνέθεταν ἤ ἀποτελοῦσαν καί τό μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ τακτικοῦ της στρατοῦ.
Γιά νά ἔχουν καί νά διαιωνίζουν ἕναν πολύ ἰσχυρό πρωτογενή τομέα στήν οἰκονομία τους, οἱ νόμοι τῆς αὐτοκρατορίας ἀπέτρεπαν κατηγορηματικά τή ὑπερ-συσσώρευση ἤ τήν ὑπερ-συγκέντρωση τῆς γῆς. Εὐνοοῦνταν δέ πολύ οἱ μικροκαλλιεργητές. Ἡ γῆ ἔπρεπε νά βρίσκεται κυρίως ὑπό τήν κατοχή καί τή χρήση τῶν γεωργῶν-στρατιωτῶν καί φρουρῶν τῶν ἀχανῶν συνόρων της. Ἄλλοι νόμοι, εἰσέτι, παραχωροῦσαν φορολογικές ἐλαφρύνσεις στούς στρατῶτες-γεωργούς ἤ, δηλαδή, στούς γεωργούς-ἀκρίτες καί φύλακες τῶν συνόρων της. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ φεουδαρχικοῦ συστήματος στή Ρωμανία ἦρθε ἀρκετά ἀργά καί ἦταν ἕνας ἀπό τούς βασικούς λόγους-αἰτία τῆς πτώσης τῆς αὐτοκρατορίας τό 1453.
Συγκεφαλαιωτικά, τό Ρωμανικό οἰκονομικό πρότυπο καί ὀργάνωση βασίζονταν τόσο στίς συντεχνίες ὅσο καί στούς ἐλεύθερους γεωργούς-ἀκρίτες. Κατά συνέπεια, ἡ Ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας δέν εἶχαν κάποιο οἰκονομικό σύστημα πού εἶχε ὡς βάση τό φιλελεύθερο καπιταλισμό ἤ τό Δυτικό ἄδικο καί ἀπάνθρωπο Φεουδαρχισμό. Ἡ Χριστιανική Ὀρθοδοξία τῶν Ρωμανῶν κατοίκων ταυτίζονταν μέ τό γενικότερο καί φιλάνθρωπο πνεῦμα τῆς αὐτοκρατορίας, δημιουργώντας ὠσαύτως καί ἕναν οἰκονομικό καί κοινωνικό πολιτισμό πού ἀπέτρεπε τήν πλεονεξία, τά ὑπέρμετρα κέρδη, τή δημιουργία πλουτοκρατῶν καί τήν δημιουργία μίας πολύ ἰσχυρῆς οἰκονομικῆς τάξης. Παρόλα αὐτά, πολλοί Δυτικῶς νοούμενοι Γραικύλοι μάχονται μέχρι καί σήμερα τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανισμό, μίας καί οἱ ἴδιοι ἔχουν ἤδη υἱοθετήσει σύμφητα μέσα τους τό σημερινό Δυτικό ἐπιθετικό καπιταλιστικό σύστημα πού βασίζεται στήν ἀδικία καί ἐν τέλει στήν ἐξοντωτική ἐκμετάλλευση τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπῆρχαν, ἐπιπροσθέτως, παραμυθένια πλούτη καί ἀμύθητοι θησαυροί στήν Ὀρθόδοξη Κωνσταντινούπολη. Οἱ ἐπισκέπτες ἔμεναν ἄναυδοι φτάνοντας καί βλέποντας ἀπό κοντά τήν τότε ἀκμάζουσα Βασιλεύουσα. Ἡ ἴδια καθ’ ἑαυτῶ ἡ πόλη τῆς Κωνσταντινούπολης ὑπῆρξε τό μεγάλο καμάρι τῶν κατοίκων τῆς Ρωμανίας. Ἦταν ἡ πόλη θρύλος. Ἦταν ἡ ἱερή πόλη τῆς Ρωμηοσύνης. Ἦταν ἡ «Βασιλίς τῶν πόλεων». Ἡ πόλη φάνταζε ἐξωτική καί μαγική. Οἱ ἴδιοι οἱ κάτοικοί της τήν ὀνόμαζαν τιμητικά «Βασιλεύουσα», «Ὀφθαλμό τῆς οἰκουμένης» καί «Θεοφύλακτη». Ἡ ἱερή Πόλη θεμελιώθηκε στίς 8 Νοεμβρίου 324 μ.Χ. Ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τόν Γενάρχη μας Ἅγιο καί Μέγα Κωνσταντῖνο στίς 11 Μαΐου 330 μ.Χ. Ἐκείνη τήν ἐποχή τό Παρίσι καί τό Λονδίνο ἦταν δύο ἀσήμαντες κωμοπόλεις. Μόνον ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Καρχηδόνα καί τά Μεδιόλανα εἶχαν κάποια σημαντική ἀναπτυξιακή εἰκόνα καί πορεία.
Τά θαλάσσια τείχη τῆς Πόλης ἦταν διπλά (ἐσωτερικό καί ἐξωτερικό) καί εἶχαν μῆκος 20 χιλιόμετρα. Τό ἐσωτερικό τεῖχος εἶχε ὕψος 9 μέτρα καί πλάτος 4 μέτρα. Τό ἐξωτερικό τεῖχος τό περιέβαλε μία ὑγρή τάφρος πλάτους 20 μέτρων. Ὑπῆρχαν 11 μεγάλες πύλες πού ὁδηγοῦσαν στό κέντρο τῆς Πόλης. Ὑπῆρχαν ἐπίσης 14 κεντρικές πόρτες. Ἡ Βασιλίς τῶν πόλεων ἦταν κτισμένη πάνω σέ 7 λόφους καί γιά αὐτόν τό λόγο ἡ Νέα Ρώμη, ἡ Κωνσταντίνου-πόλη, λέγονταν καί λέγεται καί «Ἑπτάλοφος». Ὁ ἱππόδρομός της εἶχε 40.000 θέσεις. Εἶχε ἑκατοντάδες σπουδαῖες ἐκκλησίες καί πάρα πολλά μοναστήρια. Φημισμένα ἦταν ἐπίσης καί τά δημόσια λουτρά της. Στόν κεντρικό της δρόμο ὑπῆρχε καί ἐδέσποζε ἕνα γιγαντιαῖο ἄγαλμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Τό πλάτος τῶν δρόμων τῆς Βασιλεύουσας ἦταν κατ’ ἐλάχιστο 3,5 μέτρα. Τό ὕψος τῶν μπαλκονιῶν της ἔπρεπε νά εἶναι πάνω ἀπό 4,5 μέτρα. Οἱ αὐτοκράτορες ζοῦσαν σέ 2 μεγάλα παλάτια. Τό πρῶτο παλάτι ἦταν τό παλαιότερο, γνωστό ὡς τό ἀνάκτορο τοῦ Βουκολέοντος, δίπλα στήν Ἁγιά Σοφιά. Τό δεύτερο παλάτι ἦταν τό ἀνάκτορο τῆς Μαγναύρας. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, στήν Πόλη καί ὑπολογιστής ἀντίστοιχος μέ αὐτόν τῶν Ἀντικυθήρων. Τό Ὡρολόγιον, ὁμοίως, ἦταν ἕνα ἐξαιρετικά σπουδαῖο μηχανολογικό ἐπίτευγμα τῆς τότε ἐποχῆς. Τό Ὡρονόμιον μέ τή σειρά του ἀποτελοῦσε τήν καρδιά τοῦ τότε τηλεπικοινωνιακοῦ συστήματος. Διαμέσου αὐτοῦ τοῦ ἔξυπνου συστήματος πληροφοριῶν ὁ αὐτοκράτωρ μποροῦσε, μέσα σέ 1 ὥρα!, νά ἔχει γνώση καί εἰδήσεις τοῦ τί γίνεται σέ ἀπόσταση 2.000 χιλιομέτρων μακριά του ἤ, δηλαδή, μέχρι καί τά ἀπόμακρα σύνορα τῆς ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας του.
Τό Ρωμανικό μεγαλεῖο ἔφτασε στόν κολοφώνα τοῦ ἐπί Βασιλείου Β’ τοῦ Μακεδόνα (976-1025). Ὅταν οἱ Ἕλληνες πῆραν πίσω ξανά τήν Πόλη τό 1261, τήν μέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Παναγίας τόν Δεκαπενταύγουστο, ἀπό τούς Λατίνους, μετά τήν κατάληψή της κατά τή Δ’ Σταυροφορία, βρῆκαν στό νεκροταφεῖο ἕναν σκελετό πού εἶχε περιπαιχτικά στό στόμα του μία φλογέρα. Ἐξ’ οὐ καί τό γνωστό ποίημα τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ «ἡ φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ». Ἡ στήλη τοῦ ἐν λόγω παραβιασμένου, συλλημένου καί κατεστραμμένου τάφου ἔφερε τήν ἑξῆς ἐπιγραφή: «Βασίλειος Πιστός ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ Βασιλεύς Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Ὁ σκελετός αὐτός ἀνῆκε στό δοξασμένο Βασιλιά Βασίλειο, τόν λεγόμενο καί Βουλγαροκτόνο.
Ὁ Βασίλειος ὁ Μακεδών ἔζησε πολύ λιτά ὁλόκληρη τή ζωή του, σάν ἕνας ἁπλός στρατιώτης. Σάν ἕνας εὐλαβής καί ἀφοσιωμένος στρατιώτης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Πολύ πιστός. Ἑλληνορθόδοξος. Μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη γιά τήν πατρίδα. Ὅταν πέθανε, τό 1025 μ.Χ., ὁ θάνατος βρῆκε τήν Ρωμανική αὐτοκρατορία ἐν μέσω μεγαλείων, ἀνάπτυξης, δόξης, εὐημερίας καί ἰσχύος. Τά δέ ταμεῖα τοῦ κράτους ποτέ δέν ἦσαν τόσο γεμάτα ἤ παραφουσκωμένα μέ χρυσό, θησαυρούς καί χρήματα ὅσο ἦταν ἐπί Βασιλείου Β’. Ὁ ἴδιος, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, ἀπώθησε τούς ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνους τότε Βουλγάρους (ἐξ οὐ καί τό Βουλγαροκτόνος) τοῦ Βασιλιᾶ Σαμουήλ, ἐξεδίωξε τούς Ἄραβες καί τούς Αἰγυπτίους, κυνήγησε συστηματικά τήν πλουτοκρατία καί τή φορολογική ἀδικία, βοήθησε πάρα πολύ τούς μικρούς καλλιεργητές, ἐνίσχυσε ὑπέρμετρα τούς φτωχούς καί τούς ἀκτήμονες καί ἐκχριστιάνισε τούς Ρῶς ἤ Ρώσους.
Αὐτός ὁ ἁπλός, συνετός καί προνοητικός αὐτοκράτωρ συνήνεσε στό αἴτημα τοῦ Βλαδίμηρου τῶν Ρῶς ἤ Ρώσων ὥστε νά νυμφευθεῖ τήν πορφυρογέννητη ἀδελφή τοῦ Βασιλείου, Ἄννα, ἔχοντας ὡς διπλωματικό ἀντάλλαγμα τή στρατιωτική βοήθεια τοῦ Βλαδίμηρου κατά τῶν πολύ ἐπικίνδυνων τότε Βουλγάρων. Παρά τίς σχετικές ἀντιρρήσεις τῆς ἀδελφῆς τοῦ Βασιλείου καί παρά τήν ἀπόφαση-κόντρα στή βασιλική παράδοση, πού δέν ἐπιτρέπει γάμους μέ μή πορφυρογέννητους, ἐν τέλει, ὁ Βλαδίμηρος δέχθηκε τή συμβιβαστική πρόταση τοῦ βασιλιᾶ ὥστε: πρῶτα νά γίνει καί νά βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος ὁ ἴδιος, μαζί μέ ὅλο του τόν λαό καί μετά νά γίνουν οἱ βασιλικοί γάμοι. Ἔτσι προέκυψε ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Ρώσων. Ἡ βάπτιση καί ὁ γάμος ἔγιναν τό ἔτος 989. Κάτι πού φυσικά δέν ἄρεσε καθόλου στή Φράγκικη Δύση.
Τό φθονερό μίσος τῆς Δύσης πρός τήν ἱερή Πόλη, τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί ὁ σπουδαῖος Δυτικός «πολιτισμός» τῶν Φράγκων φάνηκαν καί ἐκδηλώθηκαν ἰδιαιτέρως καθαρά τό δυσῶδες ἔτος 1204, κατά τήν Τέταρτη τότε παπικό-Φράγκικη Σταυροφορία. Οἱ κλέφτες Δυτικοί γέμισαν τά μουσεῖα, τίς βιβλιοθῆκες, τούς ναούς καί τά σεντούκια τῶν σπιτιῶν τους, μέ τούς θησαυρούς, τά κειμήλια καί τόν ἀμύθητο πλοῦτο, πού ἔκλεψαν ἀπό τούς κατοίκους τῆς Ρωμαίϊκης πρωτεύουσας. Οἱ «πολιτισμένοι» παπο-Φράγκοι ἔδειξαν τό ἰδιαίτερο μεγαλεῖο τους, τά θαυμαστά προσόντα τους καί τόν καλύτερο ἑαυτό τους τόσο στό «θέρισμα» ἀνθρώπινων ζωῶν ὅσο ἐπίσης καί στό ἀγαπημένο τους «ἄθλημα», τήν κλεψιά.
Οἱ τότε πρωτόγνωρες καί ἀπερίγραπτες λεηλασίες τους, καθώς καί ἡ μνημειώδης ἀγριότητά τους, ἔχουν καί φέρουν μέχρι καί σήμερα τά τραυματικά ἀποτυπώματά τους. Αὐτά τά παγκόσμια σημάδια τῆς παπο-Φραγκικῆς ἀγριότητας φαίνονται, μαρτυροῦν καί «συμβιώνουν» ὁλοζώντανα ἕως καί αὐτή τή στιγμή. Γιά παράδειγμα, ὁ περίφημος Ναός τοῦ Ἁγίου Μάρκου στή Βενετία, μέ τούς 4 αὐτοκρατορικούς καί κλεμμένους ἵππους τῆς Νέας Ρώμης στήν κορυφή τῆς εἰσόδου του, «καταμαρτυρᾶ» ἀπό μόνος του τό ἦθος, τόν πολιτισμό καί τήν κοινωνική ποιότητα τῶν παπο-Δυτικῶν. Καί αὐτό, χωρίς κἄν νά χρειάζεται νά ἀναφερθοῦμε ἔτι περαιτέρω, στά κλεμμένα μάρμαρα, τούς κίονες καί τό Ρωμανικό διάκοσμο πού βρίσκονται ἕως καί σήμερα ἐντός τοῦ ἐν λόγω Ναοῦ.
Μήπως προσέτι καί ἡ σημερινή «ἄρχουσα τραπεζική τάξη» τῆς Δύσης, δηλαδή, οἱ σημερινοί μεγαλο-τραπεζίτες τῆς Νέας Τάξης τῶν ἀδίστακτων τοκογλύφων, δέν ἔχει καί αὐτή τή δική της ἀφετηρία στή χρηματο-οἰκονομική «μαγιά», πού ἀπέκτησαν οἱ Φράγκοι ἀπό τούς κλεμμένους, ἀμύθητους θησαυρούς τῆς τότε Βασιλεύουσας; Ναί, ὄντως, αὐτή ἡ κλεμμένη «μαγιά», τά πλούτη καί ἡ περιουσία τῶν Ὀρθόδοξων Ἑλληνο-Ρωμηῶν προπατόρων μας, πράγματι, ἀποτέλεσε τό «ἀρχικό κεφάλαιο», πού δημιούργησε μετέπειτα τούς γνωστούς μεγιστάνες καί τραπεζίτες τῆς σημερινῆς Δύσης. Τούς, κατά τά ἄλλα, καθ’ ὅλα ἔντιμους καί μεγάλο-νοικοκυραίους πιά τῆς σημερινῆς Φραγκίας. Ἡ ἴδια κλεμμένη Ρωμανική «μαγιά», χρησιμοποιήθηκε καί γιά τή μετέπειτα ἵδρυση καί τοῦ ἐπίγονου καπιταλιστικοῦ συστήματος τῶν παπο-Δυτικῶν.
Δυστυχῶς, ἡ ἴδια κλεμμένη «περιουσία-μαγιά» τῶν Ἑλληνο-Ρωμηῶν τῆς Ὀρθόδοξης Νέας Ρώμης εἶναι, ἐπίσης, τό θεμέλιο, τό ἀρχικό κεφάλαιο τῆς δημιουργίας τῶν πανίσχυρων σήμερα Σιωνιστικῶν κεφαλαίων. Ἡ ἀνταλλαγή, ἡ μεταπράτηση καί γενικότερα ἡ ἐμπορία τῶν ἱερῶν κειμηλίων καί τῶν λοιπῶν θησαυρῶν τῶν Ρωμηῶν προγόνων μας ἔγινε καθημερινό ἀντικείμενο καί πρακτική τῆς τότε ὑλιστικῆς Δύσης. Ὡς καθημερινό γεγονός, γιά ἐκείνη τήν ἐποχή, διαμόρφωσε στή συνέχεια καί τή χρυσή πολιτική «εὐκαιρία-πλατφόρμα», ἐπάνω στήν ὁποία στήθηκε ἡ φιλοσοφική θεωρία περί τῆς σπουδαιότητας τῆς ὕπαρξης τῆς ἐλεύθερης καί ἀσύδοτης ἀγορᾶς.
Ναί, πράγματι, ἡ ἀρχικῶς ἄγρια, ἀκαλλιέργητη καί βαρβαρική παπικό-Δύση ἔγινε μετέπειτα ἡ «ἄκρως πολιτισμένη» καί πρός μίμηση γεωγραφική ἑνότητα, ἀφοῦ ἡ ἴδια πρῶτα φρόντισε νά σκοτώσει, νά καταστρέψει, νά κατατροπώσει, νά καταληστέψει καί νά καταβροχθίσει τήν Ὀρθόδοξη Ρωμανία τῶν Ἑλληνο-Ρωμηῶν προγόνων μας. Ὡστόσο, ἐδῶ κρύβεται ἡ πιό σημαντική λεπτομέρεια: οἱ Ρωμηοί πρόγονοί μας εἶχαν ὡς μόνο, σίγουρο καί ἀληθινό θησαυρό τους αὐτό πού ποτέ του δέν μπορεῖ νά κλαπεῖ. Ἀπό κανέναν.
Εἶχαν τό μεγαλύτερο, τόν πολυτιμότερο καί τόν πραγματικό θησαυρό: Τή βαθιά πίστη τους στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Αὐτός ὁ θησαυρός ἦταν καί εἶναι ἀπολύτως μοναδικός, προσωπικός καί δέν μπορεῖ νά γίνει, μέ κανένα τρόπο ἀντικείμενο κλοπῆς, ἐμπορικῶν πράξεων ἤ νά κατατεθεῖ στίς ὑπέρ-τράπεζες τῶν Δυτικῶν. Αὐτός ἦταν ὁ πιό βαρύτιμος καί εὐεργετικός θησαυρός πού εἶχε ἱστορικά στήν κατοχή της ἡ Ἑλληνορωμαίϊκη Ἐθναρχία. Τό γένος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Αὐτόν τόν ἀνεκτίμητο, μοναδικό καί ἄυλο θησαυρό τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου τόν περιγράφει καί τόν ἀποτυπώνει πολύ καλά καί τό ἀκόλουθο πραγματικό γεγονός ἤ ἱστορική ἀφήγηση: «Ὑπάρχει μία ἱστορία στό Πρῶτο Ρωσικό χρονικό, γιά τό πῶς ὁ Βλαδίμηρος, πρίγκιπας τοῦ Κιέβου, ἐνῶ ἦταν ἀκόμα εἰδωλολάτρης, θέλησε νά μάθει ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή θρησκεία καί γι’ αὐτό ἔστειλε τούς ἀκολούθους του νά ἐπισκεφθοῦν τίς διάφορες χῶρες τοῦ κόσμου μέ τή σειρά.
Πρῶτα πῆγαν στούς μουσουλμάνους Βούλγαρους τοῦ Βόλγα, ἀλλά παρατηρώντας πώς αὐτοί ὅταν προσεύχονταν κοιτοῦσαν γύρω τους σά δαιμονισμένοι, οἱ Ρῶσοι συνέχισαν ἀνικανοποίητοι τό δρόμο τους. «Δέν ὑπάρχει χαρά ἀνάμεσά τους», ἔστειλαν ἀναφορά στό Βλαδίμηρο, «μόνο θλίψη καί δυσωδία· καί δέν ὑπάρχει τίποτε τό καλό στό σύστημά τους».
Ταξιδεύοντας κατόπιν στή Γερμανία καί στήν (παλαιά) Ρώμη βρῆκαν τή λατρεία πιό ἱκανοποιητική, παραπονέθηκαν ὅμως πώς κι ἐδῶ δέν ὑπῆρχε ὀμορφιά. Τελικά, ἔφτασαν στήν Κωνσταντινούπολη κι ἐδῶ, ἐπί τέλους, καθώς παρακολουθοῦσαν τή Θεία Λειτουργία στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀνακάλυψαν αὐτό πού ποθοῦσαν. «Δέν ξέραμε ἄν βρισκόμαστε στή γῆ ἤ στόν οὐρανό, γιατί, σίγουρα, τέτοια λαμπρότητα καί ὀμορφιά δέν ὑπάρχουν πάνω στή γῆ. Δέν μποροῦμε νά τό περιγράψουμε: μόνο αὐτό ξέρουμε, πώς ὁ Θεός κατοικεῖ ἐκεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί πώς ἡ λατρεία τους ξεπερνᾶ τή λατρεία ὅλων τῶν ἄλλων λαῶν. Γιατί δέν μποροῦμε νά ξεχάσουμε ἐκείνη τήν ὀμορφιά».
Στήν ἱστορία αὐτή μποροῦμε νά δοῦμε πολλά χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανοσύνης. Εἶναι πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἡ ἔμφαση στή θεϊκή ὀμορφιά: «Δέν μποροῦμε νά ξεχάσουμε ἐκείνη τήν ὀμορφιά: φαίνεται σέ πολλούς πώς τό ἰδιαίτερο δῶρο τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν – καί ἰδιαίτερα τοῦ (Ρωμανικοῦ) Βυζαντίου καί τῆς Ρωσίας – εἶναι αὐτή ἡ δύναμη νά συλλαμβάνουν τήν ὀμορφιά τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καί νά ἐκφράζουν αὐτή τήν οὐράνια ὀμορφιά στή λατρεία τους».
Εἶναι δέ χαρακτηριστικό τό ὅτι οἱ Ρῶσοι εἶπαν: «Δέν ξέρουμε ἄν βρισκόμαστε στόν οὐρανό ἤ στή γῆ». Ἡ λατρεία γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὁ «οὐρανός ἐπί γῆς». Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κάτι πού ἀγκαλιάζει δύο κόσμους συγχρόνως, γιατί καί στόν οὐρανό καί στή γῆ ἡ Λειτουργία εἶναι ἡ ἴδια -ἕνας βωμός, μία θυσία, μία παρουσία. Σέ κάθε τόπο λατρείας, ὅσο ταπεινή κι ἄν εἶναι ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνιση, ἐνῶ οἱ πιστοί συναθροίζονται γιά νά ἐκτελέσουν τή θεία Εὐχαριστία, ἀνυψώνονται σέ «οὐράνιους χώρους».
Σέ κάθε τόπο λατρείας, ὅταν προσφέρεται ἡ θεία θυσία, δέν παρευρίσκεται μόνο τό τοπικό ἐκκλησίασμα, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία – οἱ ἅγιοι, οἱ ἄγγελοι, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Χριστός ὁ ἴδιος: – Νῦν αἵ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν». «Αὐτό ξέρουμε, ὅτι ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός κατοικεῖ ἐκεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους».
«Οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐμπνευσμένοι ἀπ’ αὐτό τό ὅραμα τοῦ “οὐρανοῦ ἐπί γῆς”, πάσχισαν νά κάνουν τή λατρεία τους σέ ἐξωτερική λαμπρότητα καί ὀμορφιά εἰκόνα τῆς μεγάλης Λειτουργίας στόν οὐρανό. Τό ἔτος 612 μ.Χ. στό προσωπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀνῆκαν 80 ἱερεῖς, 150 διάκονοι, 40 διακόνισσες, 70 ὑποδιάκονοι, 160 ἀναγνῶστες, 25 ψάλτες καί 75 φύλακες. Αὐτό δίνει μία ἀμυδρή ἰδέα τοῦ μεγαλείου τῆς Λειτουργίας πού παρακολουθοῦσαν οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Βλαδίμηρου». [Πηγή: Ἡ Ὀρθόδοξη Λατρεία: Ὁ Ἐπίγειος Οὐρανός. Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Ware, Καθηγητοῦ Ὀρθοδόξου Θεολογίας Πανεπιστημίου Ὀξφόρδης.
(https://fdathanasiou.wordpress.com/2011/10/23)].
Ὁ ἴδιος ὁ ναός τῆς Ἁγίας Σοφίας ἦταν ἀπό μόνος του ἕνα τέλειο ἀνώτατο δεῖγμα τῆς Ρωμαίϊκης μεγαλοπρέπειας καί ἀρχιτεκτονικῆς. Ἡ κατασκευή τοῦ ναοῦ ἄρχισε τό 532 μ.Χ. Ἦταν ἔργο τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Τό ἔργο τῆς κατασκευῆς κράτησε 6 χρόνια καί ἐργάσθηκαν σέ αὐτό 10.000 ἐργάτες. Δύο ἄνθρωποι ἀπό τή Μικρά Ἀσία ἀνέλαβαν τό ἔργο τῆς ἀνοικοδόμησης. Ὁ Ἀνθέμιος ἀπό τό Ἀϊδίνιο (Τράλλεις) καί ὁ Ἰσίδωρος ἀπό τή Μίλητο. Τό ἔργο περατώθηκε στίς 27 Δεκεμβρίου 537 μ.Χ. Εἰσερχόμενος ὁ Ρωμανός αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός στό ναό ἀναφώνησε τό περίφημο: «Δόξα τῷ Θεῶ τῷ καταξιώσαντι με τοιοῦτον ἔργον ἐπιτελέσαι. Νενίκηκα σε, Σολομών!».
Ὅπως ἔχει γράψει καί ὁ Προκόπιος (Περί Κτισμάτων), ἡ Ἁγιά Σοφιά «δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινης προσπάθειας ἤ τεχνικῆς, ἀλλά τῆς ἐπενέργειας τοῦ Θεοῦ». Καί, ναί! ἔτσι εἶναι. Ἡ Ἁγία Σοφία εἶναι ἕνα ὑπέρ-εὐλογημένο ἔργο καί χῶρος ὑψίστης τιμῆς καί δόξας τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ναός ἔχει μῆκος 75 μέτρα. Πλάτος 70 μέτρα. Ἡ περίμετρος τοῦ τρούλου εἶναι 32 μέτρα. Φωτίζεται ἀπό 40 παράθυρα. Ὁ θόλος τοῦ ναοῦ ἔχει ὕψος 55 μέτρα καί πλάτος 31 μέτρα. Ἔχει 100 κολῶνες. Τό σχῆμα τοῦ ναοῦ εἶναι τύπου Βασιλικῆς μετά τρούλου. Ἡ Ἁγία Τράπεζα ἦταν ὁλόχρυση! Ὁ κεντρικός πολυέλαιος εἶχε χιλιάδες κεριά, πού ἦταν μέρα-νύχτα ἀναμμένα καί φώτιζαν τόν περικαλέστατο ναό καί καλοδεχόντουσαν ὅλους ὅσους βρίσκονταν μέσα καί ἔξω ἀπό τό ναό. Ἡ ἐπιγραφή «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ» (πού διαβάζεται ὁμοίως καί ἀπό τίς δύο πλευρές) ἦταν στό αἴθριο πάνω σέ μία μαρμάρινη κρήνη.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό χτίσιμο τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὑπάρχει ὁ ἕνας νεοελληνικός θρύλος, ἀπό τήν περιοχή τῆς Θράκης, πού μᾶς πληροφορεῖ γιά τό πῶς χτίσθηκε ἡ Ἁγιά Σοφιά ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό. Αὐτή ἡ σχετική παράδοση μᾶς περιγράφει καί μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι τό σχέδιο, γιά νά κτισθεῖ ἡ Ἁγιά Σοφιά, ἔγινε γνωστό μέ ἕναν τελείως διαφορετικό τρόπο ἀπό αὐτόν πού μάθαμε ἀπό τήν ἱστορία. Ἀξίζει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τήν συγκεκριμένη παράδοση, γιατί δέν εἶναι γνωστή σέ ἄλλους τόπους παρά σχεδόν μόνο ἀπό τή Θράκη. Τή διηγιόντουσαν στή Βιζύη τῆς Θράκης κατά τόν περασμένο αἰώνα, καί ἐκεῖ, στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν ἔμαθε μικρό παιδί ὁ ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός. Καί σώζοντάς την ἀπό τήν λησμονιά καί τόν βέβαιο ἀφανισμό τήν περιέγραψε ἔμμετρα τό 1884 μέσα στήν ποιητική συλλογή του «Ἀτθίδες αὖραι». Ἀναφέρει ὁ ἐν λόγῳ θρακικός θρύλος:
«Ἦταν ὁ καιρός πού ὁ βασιλιάς στήν Πόλη εἶχε ἀποφασίσει νά χτίσει τήν Ἁγιά Σοφιά. Εἶχε καλέσει τόν πρωτομάστορα, καί ὁ τελευταῖος εἶχε κάμει ἕνα, καί ὕστερα ἄλλο, καί ὕστερα ἄλλα σχέδια, πώς νά χτιστῆ ἡ μεγάλη ἐκκλησιά. Κανένα ὅμως δέν εὐχαριστοῦσε τό βασιλιά. Ἤθελε κάτι ἄλλο, πολύ πιό σπουδαῖο. Καί ὁ πρωτομάστορας ὅλο καί σκεφτόταν τί νέο σχέδιο νά φτιάσει.
Μία Κυριακή, τήν ὥρα πού τελείωνε ἡ λειτουργία, ζύγωσε πρῶτος ὁ βασιλιάς νά πάρει τό ἀντίδωρο, ἐκεῖνο ὅμως τοῦ ξεφεύγει ἀπό τό χέρι καί πέφτει χάμω. Μία στιγμή ἀργότερα παρουσιάζεται μία μέλισσα πού φτεροκοποῦσε πρός τό ἀνοιχτό παράθυρο, κρατώντας τό πεσμένο ἀντίδωρο τοῦ βασιλιᾶ. Βγάνει ἀμέσως διαταγή ὁ βασιλιάς, ὅσοι ἔχουνε μελίσσια νά τ’ ἀνοίξουνε καί νά ψάξουν, γιά νά βρεθεῖ. Ψάχνει καί ὁ πρωτομάστορας στά δικά του τά μελίσσια καί τί βλέπει; Εἴχανε κάτσει οἱ μέλισσες μέρες πρίν καί εἴχανε φτιάξει μέ τό κερί μέσα στήν κυψέλη μίαν ἐκκλησιά πανέμορφη καί σκαλιστή καί μεγαλόπρεπη, πού δέν εἶχε τήν ὅμοιά της σ’ ὁλόκληρη τήν Οἰκουμένη.
Ὅλες οἱ λεπτομέρειες εἴχανε γίνει στήν ἐντέλεια, μέσα κι’ ἔξω στήν ἐκκλησία. Ἡ πόρτα της ἀνοιχτή, ὁ τροῦλος ἕτοιμος, οἱ κολῶνες στή θέση τους, ὡς καί ἡ Ἅγια Τράπεζα τελειωμένη. Τήν εἶχαν ἀποτελειώσει σ’ ὅλα της τήν ἐκκλησιά, καί ἀπάνω στήν Ἅγια Τράπεζα της εἶχε φέρει ἐκείνη ἡ μέλισσα καί εἶχε ἀποθέσει τό ἀντίδωρο τοῦ βασιλιᾶ. Εἶδε τήν ἐκκλησιά ὁ πρωτομάστορας καί θάμαξε μέ τό τέλειο σχέδιό της. Τήν εἶδε κατόπι καί ὁ βασιλιάς καί ἔγινε ὅλος χαρά. Τό σχέδιο, πού εἴχανε φτιάξει οἱ μέλισσες, ἔγινε τό σχέδιο πού χτίστηκε ἡ Ἁγιά Σοφιά!!!». (Πηγή: Κ. Ρωμαῖος, ΕΛΛΑΣ, λαογραφία-γεωγραφία-ἱστορία, τομ. 2ος, σελ. 653).
Πέραν ὅλων αὐτῶν, ἐάν ἐπιστρέψουμε στή Βασιλεύουσα καί τή Ρωμαίϊκη τέχνη, ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ἀναφέρει: «Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι τό Βυζάντιο δέν εἶχε τέχνη. Τότε αὐτοί δέν πρέπει νά ξέρουν τίποτε ἀπό τέχνη. Η βυζαντινή τέχνη ἦταν ἀπό τίς μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως. Κανένας ἀρχαῖος Ἕλληνας δέ θά μποροῦσε νά χτίσει τήν Ἁγία Σοφία, αὐτό ἀπαιτοῦσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Κάποιοι, ξέρετε, ὑποστηρίζουν, ὅτι ἡ βυζαντινή τέχνη εἶναι στατική. Δέν ἦταν καθόλου στατική, ἀλλά ἦταν μία σχολή τέχνης ἀπό τίς σημαντικότερες στόν κόσμο, πού ὅσο περνᾶ ὁ καιρός ἐκτιμᾶται ὅλο καί περισσότερο, κι ὅσοι Ἕλληνες διανοούμενοι σᾶς λένε ὅτι τό Βυζάντιο δέ δημιούργησε τίποτε, εἶναι τυφλοί»
Ἐπίσης, ἡ συνολική προσφορά τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου στή διατήρηση τῆς Ἑλληνο-κλασσικῆς καί ἀρχαιο-ἑλληνικῆς παιδείας φαίνεται καί ἀπό τά ἑπόμενα σχετικά στοιχεῖα ὅπου, γιά παράδειγμα: «Τουλάχιστον τό 75% τῶν γνωστῶν σήμερα Ἀρχαίων Ἑλλήνων κλασσικῶν συγγραφέων μας ἔγιναν γνωστοί μέσω Βυζαντινῶν χειρογράφων.» (Πηγή: History of Libraries in the Western World, Michael H. Harris, Scarecrow 1995). Παρομοίως, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι «πολλά ἀπό αὐτά πού ξέρουμε γιά τήν ἀρχαιότητα, εἰδικά γιά τήν ἑλληνική καί ρωμαϊκή φιλολογία καί τή ρωμαϊκή νομοθεσία θά εἶχαν χαθεῖ παντοτινά, ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ λόγιοι καί οἱ ἀντιγραφεῖς τῆς Κωνσταντινούπολης» (Πηγή: J.J. Norwich, «Σύντομη Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου», ἐκδόσεις Γκοβόστη, Δ’ ἔκδοση, 1997).
Εἰσέτι, καί αὐτός ἀκόμη ὁ γνωστός Ἄγγλος ἱστορικός Ἐδουάρδος Γίββων, ἕνας ἀπό τούς πιό μεγάλους ἰδεολογικούς ἐχθρούς τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου, φτάνει στό σημεῖο νά παραδέχεται ὅτι: «Τό πνεῦμα τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Πλάτωνος, φώτιζε τήν Κωνσταντινούπολη. Οἱ πολυάριθμες ἑρμηνεῖες καί τά σχόλια τῶν Βυζαντινῶν εἰς τούς κλασσικούς συγγραφεῖς δεικνύουν μέ πόση ἐπιμέλεια ἀνεγιγνώσκοντο».
Γιά νά προσθέσει ὁ ἴδιος, «Οἱ Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποκάθηραν τήν κοινήν γλώσσαν καί ἀνέκτησαν τήν εὔκολον χρῆσιν τῆς γλώσσης τῶν προγόνων αὐτῶν, ἡ ὁποία εἶναι τό ἀριστούργημα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Ἡ γνῶσις τῶν ὑπέροχων διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μαγεύσει καί διδάξει τό μέγιστον ἀπό τά ἔθνη (τούς Ρωμαίους) εἶχε καταστῆ πολύ κοινή. Ἡ Κωνσταντινούπολη περιέκλειεν εἰς τόν περίβολον αὐτῆς τόσην ἐπιστήμην καί τόσα βιβλία, ὅσα δέν ὑπῆρχαν σέ ὅλας μαζί τάς μεγάλας χώρας τῆς Δύσεως» (Πηγή: Ἐδουάρδος Γίββων, «Παρακμή καί πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας»).
Ἐπιπλέον αὐτῶν, παρατηρῆστε ἐπίσης τό ἀξιοσημείωτο γεγονός ὅτι «ἡ ἑλληνική παιδεία, παράλληλα πρός τόν Χριστιανισμό καί τή ρωμαϊκή κρατική παράδοση, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά κύρια συστατικά στοιχεῖα τοῦ Βυζαντίου-Ρωμανίας. Τά ἀριστουργήματα τῆς ἀρχαίας γραμματείας διασώθηκαν, ἐπειδή οἱ βυζαντινοί γραφεῖς ἐξακολουθοῦσαν νά τά ἀντιγράφουν, ἱστορώντας τα μάλιστα μέ περίτεχνες μικρογραφίες» («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», τῆς ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τόμ. Ζ’ σελ. 17).
Ἐπιπροσθέτως δέ, διαβάστε, ἐπίσης, μέ πολλή προσοχή ὅτι «τό Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν ὑπό τήν κρατική φροντίδα – σέ ἀντίθεση μέ τά πανεπιστήμια τῆς Δύσης πού ἄρχισαν ὡς ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα -, σέ αὐτό δέν διδάχθηκε ποτέ θεολογία καί ὡς τήν τελευταία στιγμή τοῦ Βυζαντίου ἦταν ξακουστό καί πολλοί δυτικοευρωπαῖοι πήγαιναν ἐκεῖ γιά νά σπουδάσουν».
Πέραν τούτων, δεῖτε ἐπίσης ὅτι, «γίνεται σήμερα γενικά ἀποδεκτό – κι αὐτό χάρη στίς ἐργασίες τοῦ Zachariaw von Lingenthal – ὅτι ἡ Σχολή τοῦ Δικαίου τῆς Κωνσταντινούπολης συνέβαλε σέ μεγάλο βαθμό στή διαμόρφωση τῆς Σχολῆς Δικαίου τῆς Bologna. Τό καταστατικό αὐτῆς τῆς Σχολῆς παρουσιάζει χτυπητές ὁμοιότητες μέ τό ἀντίστοιχο τῆς Σχολῆς τῆς Κωνσταντινούπολης· καί τό σημαντικότερο, οἱ Ἰταλοί (Λατίνοι) καθηγητές οἰκειοποιήθηκαν τή μέθοδο πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ καθηγητές τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἡ ἐπίδραση τῆς Σχολῆς αὐτῆς ἔγινε ἀκόμα περισσότερο αἰσθητή στίς νομικές σπουδές καί στή νομοθεσία τῆς μεσημβρινῆς Ἰταλίας καί τῆς Σικελίας». (Πηγή: Ἡ Βυζαντινή Φιλοσοφία, Β. Ν. Τατάκη, ἔκδ. Ἐταιρίας Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καί Γενικῆς Παιδείας, 1977, σ. 177). [Ἡ Παραχάραξη τῆς Ἱστορίας, τοῦ Θωμᾶ Φ. Δρίτσα).
.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά πού ἐγράφησαν ἀνωτέρω, ἀποκαλύπτεται ὅτι μία εἶναι ἡ ἀθέατη ἀλήθεια, ὅσο ἐπίσης καί τό ἱστορικό «φόντο ἤ πέπλο» τῆς τότε Ἑλληνο-Ρωμηοσύνης: γιά τούς τότε Ρωμηούς τῆς Ἑλληνικῆς Ρωμανίας ἔφτανε γιά τά περισσότερα πράγματα καί γιά τήν τότε ἱστορική τους διαδρομή τό δέος καί ἡ ἀσύγκριτη δόξα τῶν Ἀρχαίων προγόνων τους. Προγόνων, τόσο τῆς κλασικῆς Ἑλλάδος ὅσο, ἐπίσης, καί τῆς ὑπόλοιπης παγκόσμιας Ἑλληνιστικῆς κληρονομιᾶς: πού ἐκτείνονταν γεωγραφικά ἀπό τήν παλιά Ρώμη στήν Ἀντιόχεια καί ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Πέλλα.
Ἐπίσης, εἶναι ὄντως ἀλήθεια ὅτι οἱ τότε Ἑλληνο-Ρωμηοί δέ φρόντισαν καί ὄντως δέν καινοτόμησαν ὅσο δυνητικά ἴσως θά μποροῦσαν τόσο σέ κοσμικό ὅσο καί σέ ἐπιστημονικό ἐπίπεδο. Ἀφοῦ, ἐν γνώσει τους, ἑστίασαν μέ βαθιά πίστη, μέ εὐλάβεια καί μέ ἐμφανή σιωπή τά προσωπικά ἐνδιαφέροντά τους στήν ἀπολύτως ἀποδεκτή ἀπό αὐτούς διδασκαλία καί τά κηρύγματα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου. Τούς ἔφτανε καί τούς περίσσευε ἡ ἁπλή, ἡ ἀθέατη, ἀλλά πραγματική παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά τους.
Πρός τοῦτο καί ὑπάρχει μία ἐξέχουσα καί συμβολική ἀντίθεση ἀνάμεσα στούς «Ρωμηούς» τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας καί στούς «Ρωμηούς» τῆς Νέας Ρώμης. Οἱ Ρωμηοί τῆς Νέας Ρώμης θέλουν, μποροῦν καί δικαίως νά αὐτό-συμβολίζονται ἀνά τούς αἰῶνες μέ τήν Ἁγία Σοφία, τόν περικαλλή Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Ἐκεῖ, ὅπου οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί τους, ἀντιστοίχως, αὐτό-συμβολίζονταν πρίν ἀπό αἰῶνες μέ τόν περίλαμπρο ἀπό κάθε ἄποψη Παρθενώνα τους. Τό ἀνθρωποκεντρικό πρόσωπο τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ἔχει ἤδη ἀντικατασταθεῖ μέ τό Θεοκεντρικό πρόσωπο τοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς Νέας Ρώμης-Βυζαντίου, μέ κέντρο του τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀπόρρεια τούτου ἦταν καί τό γεγονός ὅτι «ὁ τίτλος τῶν Αὐτοκρατόρων ἦταν «πιστός ἐν Χριστῷ βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Ὁ τίτλος αὐτός δέν εἶχε ἐθνική ἀλλά πολιτειακή σημασία. Θεωροῦσαν ὅτι κρατικά, πολιτειακά συνέχιζαν τό Ρωμαϊκό κράτος καί ἔτσι εἶχαν δικαίωμα νά κυβερνοῦν διαφόρους λαούς. Τό δικαίωμα αὐτό βλέπουμε νά τονίζει στόν ἐπίσημο τίτλο του ὁ Μανουήλ Κομνηνός, ὁ ὁποῖος ἀναγράφεται ὡς ἑξῆς: «Μανουήλ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ πιστός βασιλεύς ὁ πορφυρογέννητος, Ρωμαίων αὐτοκράτωρ εὐσεβέστατος, ἀεισεβαστός, αὔγουστος, ἰσαυρικός, κελτικός, ἀρμενικός, δαλματικός, οὐγγρικός…. θεοκυβέρνητος κληρονόμος τοῦ στέμματος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ψυχή νεμόμενος τά τούτου δίκαια». Μέ μία φράση, ὁ Ρωμανικός πολιτισμός ἦταν θεοκυβέρνητος καί Ἑλληνορθόδοξος. [Πηγή: https://olympia.gr/2012/05/29/%CE%B7, Κωνσταντῖνος Χολέβας, «Ἡ Ρωμηοσύνη καί ὁ Ἑλληνισμός Σήμερα»].
Ἑλληνο-ὀρθόδοξος πολιτισμός μέ Χριστιανικό πρόσωπο ὅπου, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὑπῆρχε καί ἡ ἰσότητα τῶν ἀρρένων καί θήλεων, ἀφοῦ «οἱ γυναῖκες τῆς Ρωμανίας δέ θεωρήθηκαν ἀνάξιες νά κατέχουν τό ὕψιστο ἀξίωμα ἁπλά ἐπειδή ἦταν γυναῖκες. Τέσσερις Ρωμηές αὐτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους – δίχως νά ἔχουν σύζυγο – χωρίς νά φέρει κανείς ἀντίρρηση λόγω τοῦ φύλου τους. Ἡ Ζωή (914 – 919), ἡ Εἰρήνη (797 – 802), Θεοδώρα καί Ζωή (1042), Θεοδώρα (1054 – 1056). Συνταγματικός φραγμός δέν ὑπῆρχε. Καί στό τέλος αἰτία τῆς πτώσης τῆς [Εἰρήνης] ἦταν περισσότερο ἡ κακή της ὑγεία παρά τό φύλο της. Ποτέ οἱ βασιλεῖες αὐτές τῶν γυναικῶν δέ θεωρήθηκαν παράνομες» (Πηγή: Στῆβεν Ράνσιμαν, «Βυζαντινός Πολιτισμός», ἐκδόσεις Γαλαξίας, σελίδα 78)». [Ἡ Παραχάραξη τῆς Ἱστορίας, τοῦ Θωμᾶ Φ. Δρίτσα (www.romanity.oodegr.com)].
Προσέτι δέ γιά τούς Ρωμηούς, Νέα Ρώμη σημαίνει βίωμα, ἁγιοπνευματική ζωή, ἁγιασμός καί ἁγιότητα. Σημαίνει ὑπέρβαση τῶν γήινων ματαιοτήτων καί τῆς μάταιης βιωτῆς τῶν ἄθεων ἀνθρώπων. Σημαίνει, δηλαδή, πολύ ἁπλά καί ἁγνά, θεογνωσία, σοφία, ἀποκάλυψη, ἀληθινή προσωπική ἐμπειρική γνώση καί θεολογία. Γι’ αὐτό καί ὅλοι θεολογοῦσαν στή Νέα Ρώμη ἀπό τόν τελευταῖο δόκιμο μοναχό μέχρι τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα. Οἱ Ἑλληνο-Ρωμηοί πρόγονοί μας, τό Ἑλληνο-Ρωμαίϊκο, δέ μιλοῦσε «γιά» τούς Ἁγίους, γιά τούς ὁποίους μιλοῦσαν οἱ δῆθεν θρῆσκοι Παπο-Δυτικοί, ἀλλά συνομιλοῦσε! «μέ!» τούς ἴδιους τούς Ἁγίους!
Παραταῦτα ὅμως, ἄλλο πράγμα καί ἄλλος νοητός κόσμος εἶναι τό νά ἀναφερόμαστε γενικῶς «γιά» τούς Ἁγίους, καί ἄλλο πράγμα καί ἄλλος κόσμος ἤ κατάσταση εἶναι τό νά συνομιλοῦμε «μέ!» τούς ἴδιους τούς Ἁγίους. Γιά παράδειγμα, μέχρι καί οἱ ἴδιοι οἱ Ρωμηοί αὐτοκράτορες «συνομιλοῦσαν» καρδιακῶς μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τούς δικούς τους προστάτες Ἁγίους. Αὐτός ἦταν καί ὁ βασικός λόγος πού τούς ἔκανε νά θέλουν καί οἱ ἴδιοι νά δοξάσουν μέ τά δικά τους λόγια καί μέ τούς δικούς τους ὕμνους τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, τήν Παναγία καί ὅλους τούς ἄλλους Ἁγίους.
Γιά παράδειγμα, τά «Ἑωθινά» (δοξαστικά τῶν Κυριακῶν) τά ἔγραψε ὁ Λέων ὁ Σοφός. Ὁ γιός τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου ἔγραψε τά «ἐξαποστειλάρια» (ἀκολουθία ὄρθρου Κυριακῶν). Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός μᾶς παρέδωσε τόν περίφημο ὕμνο-ποίημα: «Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ». Ἡ «Μεγάλη Παράκληση» στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι ποίημα τοῦ βασιλέα Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρη. Ἡ τελευταία ὁμιλία τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῆς Ρωμανίας, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ἦταν σάν ἕνα νεκρώσιμο τροπάριο. Ἐπίσης, πολλοί ἄλλοι βασιλεῖς τῆς Ρωμανίας ὑμνογραφοῦσαν καί ἔψελναν. Οἱ λόγοι τους πάντοτε περιεῖχαν μεγάλη πίστη, θεοσέβεια καί εὐλάβεια. Δέν εἶναι συνεπῶς λάθος νά γραφεῖ ὅτι ἡ Ρωμανία ἦταν μία προεικόνιση τῆς Οὐράνιας Βασιλείας ἐπί τῆς γῆς.
Κατά μία ἔννοια, ἡ Ρωμανία ἦταν ἕνας παραδεισένιος καί παραμυθένιος κόσμος, ὅπου βιωνόταν μία ἐξωτική, μοναδική καί ἀπαράμιλλη μεγαλοπρέπεια. Πανηγυρική μεγαλοπρέπεια. Πανηγυρική οὐράνια ἁρμονία. Ἕνα βασίλειο ὅπου ἡ ἁρμονία καί ἡ εὐλογία τῆς Θείας Χάρης ἐδέσποζε καταλυτικά. Οἱ πρόγονοί μας Ρωμανο-Βυζαντινοί εἶχαν τά μάτια τους στά ἐγκόσμια καί τήν καρδιά τους στήν ἄλλη ζωή, τήν αἰώνια. Ἡ προσευχή ἦταν, αὐτή καθ’ αὐτή, ἡ ἴδια ἡ ζωή τους. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ρωμανίας ὑποτάσσονταν μέ ἀγάπη Θεοῦ στούς πνευματικούς νόμους. Παραδόξως, ἀκόμη καί αὐτή ἡ τυπική εὐσέβεια κάποιων μεταβάλλονταν σύν τῷ χρόνω σέ πνευματική καί πολλοί ἀπό τούς μή καί τόσο πιστούς, σιγά-σιγά, μετατρέπονταν σέ εὐσεβεῖς καί εὐλαβεῖς πολίτες.
Ὁ εὐλαβής αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκᾶς προσευχόταν καθημερινά. Μάλιστα, γιά τήν προστασία του, ὅταν ἐκστράτευε σέ πολεμικές ἐπιχειρήσεις, φοροῦσε μέσα καί κάτω ἀπό τό θώρακά του ἕνα παλαιό ράσο τοῦ ἁγιασμένου ἀσκητῆ-θείου του Γεωργίου. Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνός, ὅταν προετοιμαζόταν γιά πόλεμο, τοποθετοῦσε τά πολεμικά του σχέδια κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ἐνῶ ταυτόχρονα προσευχόταν γονατιστός μέχρι τό πρωί γιά νά ἔχει τή βοήθεια καί τή Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς, στά γόνατά του καί ἐμπρός στήν Ἁγία Τράπεζα, παρακαλοῦσε μέ πόνο καί δάκρυα νά τόν ἐνισχύσει ἡ Ἁγία Τριάδα μέ ἕναν ἄγγελο-φύλακα πού θά τόν προστάτευε καί θά τό φώτιζε κατά τίς πολεμικές ἐκστρατεῖες.
Οἱ Βασιλεῖς καί οἱ Λαοί τῆς Ρωμανικῆς αὐτοκρατορίας ἔθεταν σέ κατώτερη μοίρα τόσο τήν ἰδιαίτερη καταγωγή τους ὅσο καί τά φυλετικά τους χαρακτηριστικά. Ὅλα τά οἰκοδομοῦσαν ἐπάνω σέ μία ἄλλη ἀνώτερη ἑνότητα: στό ἕνα ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ζοῦσαν τήν ἑνότητα τους μέσα στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν γράφει μέ δεικτικό τρόπο τά ἑξῆς: «Ὁ πολίτης τῆς αὐτοκρατορίας ἔμεινε συνειδητά ὁ πιό πολιτισμένος ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους, συνειδητά Ρωμαῖος (Ρωμηός), συνειδητά Ὀρθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος τῆς ἑλληνικῆς ἐκλεπτύνσεως… Οἱ “Βυζαντινοί” εἶχαν ἐξαιρετικά λίγες φυλετικές προκαταλήψεις (τό αἷμα τους ἦταν πάρα πολύ ἀνακατεμένο). Δεχόταν ὁποιονδήποτε γιά συμπολίτη τους, φτάνει νά ἦταν Ὀρθόδοξος καί νά μιλοῦσε ἑλληνικά». [Πηγή: Στ. Ράνσιμαν, «Βυζαντινός πολιτισμός», μετάφρ. Δ. Δετζώρτζη, Ἀθήνα 1969, σ. 2001].
Κατά συνέπεια, δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξη ἐπίσης καί τό γεγονός ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ρωμανική Αὐτοκρατορία ὑπῆρχαν ἐπισήμως θεσμοθετημένες περίπου 160 ἡμέρες ἐκκλησιαστικῶν ἀργιῶν! Καί, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ Ἑλληνο-Ρωμανοί πρόγονοί μας ἐργαζόταν μόνον τίς ὑπόλοιπες περίπου 200 μέρες, ἐντούτοις, τά θησαυροφυλάκιά τους ξεχείλιζαν ἀπό εὐλογημένη ὑπεραφθονία καί πλοῦτο, ἄνωθεν δῶρο καί ἀποτέλεσμα τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς διαρκοῦς λατρείας τους πρός τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό.
Παρενθετικῶς, ἀπέναντι στήν ἐσωτερικῶς ἐπιδιωκόμενη ἁγιότητα τῶν Ρωμηῶν, πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι οἱ Ἑλληνο-Ρωμηοί καί ἡ Ρωμηοσύνη τῆς Νέας Ρώμης διέφεραν, διαφέρουν καί θά διαφέρουν θεαματικά στό διηνεκές ἀπό ὅλους τούς ἄλλους λαούς καί τίς ὅποιες δοξασίες ἤ/καί φιλοσοφίες τους. Ὅπως συμβαίνει, λόγου χάρη, μέ τό Μουσουλμανισμό ἤ τόν καπιταλισμό, κάτι πού μᾶς περιγράφει εἰδικότερα καί ἐνδεικτικῶς ὁ Μητροπολίτης Ἰερόθεος Ναυπάκτου, γράφοντας ἐπιλέξει: «Ὁ Μουσουλμανισμός ἔχει ἀπήχηση στόν δυτικό κόσμο, ἀκριβῶς γιατί ἐπιδιώκει καί καλλιεργεῖ τήν εὐδαιμονία στόν ὕψιστο βαθμό. Ἄν ἐξετάση κανείς προσεκτικά τόν δυτικό ἄνθρωπο θά διαπιστώση ὅτι διακρίνεται ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά ἱκανοποίηση ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν τόσο τῶν σωματικῶν ὅσο καί τῶν ψυχικῶν».
Καί συνεχίζει ὁ Σεβ. Ἰερόθεος: «Ἡ καπιταλιστική ἄποψη τῆς ζωῆς ἔχει ὡς σκοπό καί ἐπιδίωξη τήν εὐδαιμονία. Δέν μπορεῖ ὁ δυτικός ἄνθρωπος νά χαρῆ τήν ζωή του, ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή ἡ ὁλοκληρωτική καί συνεχής ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ εὐμάρεια, ἡ καλοπέραση, οἱ σεξουαλικές περιπέτειες, ἡ ἄρνηση τῶν νόμων, ἡ ἀπώλεια τοῦ ἀσκητισμοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση σέ ὅλες τίς λεπτομέρειές της δέν μπορεῖ νά γίνη εὐπρόσδεκτη οὔτε καί κατανοητή ἀπό τόν δυτικό ἄνθρωπο».
Συνεχίζοντας ἐν τούτοις περαιτέρω, παρατηροῦμε μέ λύπη ὅτι ὑπάρχουν καί κάποιοι ἀδαεῖς, ἀλλά καί κάποιοι ἄλλοι πονηροί, πού ἐπιμένουν ἔτι νά ἰσχυρίζονται, λαθεμένα ἤ ἐσκεμμένα, ὅτι ἦταν ἡ Ρωμανία-Βυζάντιο αὐτή πού κατέστρεψε τόν ἐξαίρετο, μοναδικό καί πανάρχαιο κλασικό Ἑλληνισμό καί τή μέχρι τότε παγκόσμια λάμψη καί περίλαμπρη πορεία του. Λένε εἰδικότερα δέ, ὅτι ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκείνη πού «στραγγάλισε» τήν ἀρχαία Ἑλληνική παιδεία καί πολιτισμό. Μέ ἄλλα λόγια, λένε ἤ ὑπονοοῦν οἱ πονηροί καί ἀδαεῖς, ὅτι, ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ ἱερός κλῆρος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί γενικότερα ἡ Ἑλληνο-Ὀρθοδοξία, ἡ Ρωμανία θά εἶχε φτάσει σέ πάρα πολύ μεγάλα πολιτιστικά καί ἀκαδημαϊκά ἐπίπεδα καί ἀνάπτυξη.
Μέγα, μέγα λάθος. Τό νά λέγεται ἀλόγως κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ, εἴτε πλήρη ἀμάθεια, εἴτε μέγιστη δόλια σκοπιμότητα. Αὐτό εἶναι ἕνα πλήρως ἀνιστόρητο μαργαριτάρι. Ἀπεναντίας, ἀκριβῶς τό ἀντίστροφο εἶναι τό ἀπολύτως ἀληθές: εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ρωμηῶν πού ὡς Ἑλληνόφωνη συνέχισε, διέσωσε καί ἀνέπτυξε τόσο τόν ἑλληνικό κλασικό πολιτισμό ὅσο ὁμοίως καί τήν ὀρθόδοξη παιδεία καί γλώσσα.
Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς θεσμός αὐτά πού, γιά 11 αἰῶνες, στηρίζουν, ἐνισχύουν, διασώζουν καί διαιωνίζουν τή Ρωμανία, τόν πολιτισμό της καί τήν παιδεία της. Καί ὄχι τό ἀντίθετο. Ἐάν, ἔστω καί ὑποθετικῶς, ἀφαιροῦνταν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ «Ἐν Τούτω Νίκα» ἀπό τήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ρωμανίας, τότε δέν θά εἴχαμε ἤ δέν θά μιλούσαμε πιά γι’ αὐτή τή λαμπρή καί σπουδαία Ρωμανία πού σήμερα ὅλοι διαβάζουμε καί γνωρίζουμε. Γιατί πολύ ἁπλά: Ρωμανία σημαίνει Ὀρθοδοξία καί Ὀρθοδοξία σημαίνει Ρωμανία-Βυζάντιο.
Μάλιστα δέ, διαβάστε καί συγκρατῆστε καί τό ἑξῆς χαρακτηριστικό γεγονός ἤ ἁπτή καί λογική πραγματικότητα: ἡ λέξη «Ρωμηός» εἶναι ἡ μοναδική λέξη καί ὅρος ἀνά τήν ὑφήλιο πού ἔχει αὐτοκρατορική βάση, ἐτυμολογία καί ἀδιάλειπτο Ὀρθόδοξο Χριστιανικό ἱστορικό «φόντο». Ἡ λέξη «Ρωμηός» «ἦχο-παράγεται» κυρίως καί πρωτίστως ἀπό τή σύνθετη λέξη «Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη» καί ὄχι ἀπό τήν ἀντίστοιχη παλαιά Ρώμη. Ἀναμφίβολα, αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη καί λαμπρή ἱστορική συνέχεια καί παρουσία τῶν Ὀρθόδοξων Ρωμηῶν ἐνοχλοῦσε καί συνεχίζει νά ἐνοχλεῖ τά μέγιστα τούς ἄθεους παπο-Δυτικούς.
Πάλι γιά νά μήν τό ξεχνᾶμε, τό ἐπαναλαμβάνουμε γιά ἄλλη μία φορά καί ἐδῶ: Ἡ Ἀνατολική Ρωμαίϊκη Αὐτοκρατορία, ποτέ δέν ἀποκάλεσε τόν ἑαυτό της «Βυζάντιο». Ποτέ. Πάντοτε ἀνά τούς αἰῶνες, ἡ Ἑλλάδα τῶν Ρωμηῶν συνταυτιζόταν μέ τήν πόλη τῆς «Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης» καί μέ τήν Αὐτοκρατορία τῆς «Ἀνατολικῆς Ρωμανίας». Οἱ κάτοικοι τῆς Ἑλληνικῆς Ρωμανίας γνώριζαν καί ἤξεραν ὅτι εἶναι λαός τῆς μεσαιωνικῆς Ρωμανικῆς καί Ὀρθόδοξης αὐτοκρατορίας. Ἤξεραν καί ἔχαιραν πού ζοῦσαν ὡς Ὀρθόδοξοι πολίτες μέσα στήν πρώτη καί ἀχανή Χριστοκεντρική καί Ἑλληνο-Ρωμαίϊκη αὐτοκρατορία.
Πάρα πολύ ἁπλά, οἱ σημερινοί Ἕλληνες-Ρωμηοί εἶναι τά ἐγγόνια τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀρχαίας καί κλασικῆς Ἑλλάδας καί τά παιδιά τῶν Ἑλλήνων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Μεσαιωνικῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου. (Παρατήρηση: Σᾶς ζητᾶμε ταπεινά συγνώμη γιά τίς κάποιες λίγες καί στοχευμένες ἐπαναλήψεις. Ἀλλά θεωροῦμε ὅτι ἔτσι πρέπει τελικῶς νά πράξουμε. Ἀφοῦ, ἀντιστοίχως, γιά τή θρησκευτική λατρεία καί τήν ἐμπέδωση τοῦ Θείου λόγου καί ἡ ἴδια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἐδῶ καί 2000 χρόνια τώρα, ἐπαναλαμβάνει τήν ἴδια Θεία Λειτουργία, κάθε Κυριακή. Καί φυσικά ὄχι μόνο).
Πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, εἶναι θεωροῦμε ἀναγκαῖο νά προστεθοῦν καί λίγες ἀκόμη διευκρινήσεις καί σχετικές πληροφορίες: «Ὁ ἐπίσημος τίτλος τοῦ ἑκάστοτε Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος ἦταν «Πιστός ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ Βασιλεύς καί Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Κατ’ ἀρχήν ὁ ὅρος «Ρωμαῖος» στό Βυζάντιο δέν ὑποδηλώνει φυλετική καταγωγή ἀπό τήν Ἀρχαία Ρώμη, ἀλλά Ἑλληνική καταγωγή κάποιου πού ἔχει προσχωρήσει διά τοῦ Χριστιανικοῦ Βαπτίσματος καί Χρίσματος του στή Ρωμαϊκή Πίστη, δηλαδή στή Ρωμαϊκή Θρησκεία, ἡ ὁποία ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἱ. (ὅποτε καί ἱδρύθηκε ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας) ἦταν ὁ Χριστιανισμός. Γι’ αὐτό καί μέχρι σήμερα οἱ Τοῦρκοι ἀποκαλοῦν τούς ἐναπομείναντες Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἰωνίας καί τοῦ Πόντου Ρουμί, δηλαδή Ρωμαίους/Ρωμιούς…
Ἐπίσης ὑποδηλώνει τόν ὑπήκοο τῆς πρώην Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Τί σήμαινε ὅμως ὁ διπλός τίτλος τοῦ ἐπικεφαλῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καί γιατί προηγεῖτο ὁ τίτλος τοῦ Βασιλέως ὡς ἀνώτερος ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Αὐτοκράτορος; Ἀπό ἐραλδική ἄποψη ὁ ἀνώτατος τίτλος πού μποροῦσε νά φέρει κάποιος σέ ὅλον τόν γνωστό τότε κόσμο ἦταν ἐκεῖνος τοῦ Βασιλέως. Καί ὁ τίτλος τοῦ Βασιλέως ἀποτελοῦσε ἀποκλειστικό προνόμιο τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος τῶν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ὑπηκόων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας (Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας), τόν ὁποῖο νομιμοποιεῖτο νά φέρει μόνον ὁ ἐπίσης Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἡγέτης τους πού συνέπιπτε – λόγω νομοθεσίας – νά εἶναι πάντοτε τό ἴδιο πρόσωπο!
Τόν τίτλο τοῦ Βασιλέως ἀπαγορευόταν νά φέρουν ἀλλόφυλοι, ἀλλόθρησκοι καί ἀλλοεθνεῖς ἡγέτες. Στήν καλύτερη περίπτωση ἔφεραν – κατά Βυζαντινή παραχώρηση – ἰεραρχικῶς ὑποδεέστερους τίτλους ὅπως π.χ. τοῦ Ρηγός (Rex) καί τοῦ Κάιζερ (Καίσαρος) στή Δύση καί τοῦ Τσάρου (Καίσαρος) στήν Ἀνατολή… Ὁ τίτλος τοῦ Βασιλέως ἦταν ἀνώτερος ἀκόμα καί ἀπό τόν τίτλο τοῦ Αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων, ἐπειδή ἡ ἐπίσημη θέση τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας (Μεγάλης Ἑλλάδος) – καί μάλιστα διά τῆς ἐπισημοτάτης γραφίδος τοῦ Σοφοτάτου Κουροπαλάτου (Αὐλάρχου – Πρωθυπουργοῦ) τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων Κυρ Γεωργίου τοῦ Κωδινοῦ – ἦταν ὅτι στήν πραγματικότητα ἀποτελοῦσε ἀδιάσπαστη (πολιτική, στρατιωτική, πολιτισμική κλπ) συνέχεια τῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ὁ ὁποῖος ἔφερε βεβαίως τόν ὕπατο τίτλο τοῦ «Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων»!!!…
Δευτερευόντως ὁ Βυζαντινός Βασιλεύς ἔφερε καί τόν τίτλο τοῦ Αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων, δηλαδή τοῦ ἀνωτάτου ἠγέτου ὅλων τῶν ὑπηκόων τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς τους, οἱ ὁποῖοι στήν συντριπτική τους πλειοψηφία ἦταν οἱ ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, πού ἀναβίωσε ὁ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἱδρυτής (ἤ γενάρχης) τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας (Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας), Βασιλεύς καί Αὐτοκράτωρ Γάϊος, Αὐρήλιος, Μάρκος, Κωνσταντῖνος Α΄ ὁ Μέγας, ἐπίγονος τῶν ἐπίσης Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Συγκλητικῶν Οἴκων (Γενῶν) τῶν Χλωρῶν, τῶν Φλαβίων, τῶν Οὐαλερίων, τῶν Εὐτροπίων καί τῶν Κλαυδίων (ἐκ πατρός Κωνσταντίου ἤ Κώνσταντος) καί τῶν Φλαβίων (ἐκ μητρός Ἰουλίας, γνωστῆς καί ὡς Ἁγίας Ἐλένης, τήν ὁποία ὁ ἴδιος ἐτίμησε μέ τήν Δία Βραβείου Ἀξία (Τιμητικό Τίτλο) τῆς Αὐγούστης/Σεβαστῆς, δηλαδή τῆς Βασιλομήτορος).
Ὁ λόγος πού ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἵδρυσε τήν Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας (Βυζαντινή Αὐτοκρατορία) ἦταν γιά νά ἀποτελέσει τήν ἀντανάκλαση καί τό ἐπίγειο σκέλος τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οὐρανίου Βασιλείου διά τῆς ἐπιγείου, ἀπολύτως ἀξιοκρατικῆς ἱεραρχικῆς κλίμακος τῶν διαφόρων Βυζαντινῶν τίτλων Εὐγενείας, ἡ ὁποία ἐστέφετο ἀπό τίς τρεῖς τάξεις τῆς Ἑλληνικῆς καταγωγῆς Συγκλητικῆς Ἀριστοκρατίας!!!… Γι’ αὐτό καί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐπιμελήθηκε προσωπικῶς τήν χάραξη τῶν ὁρίων τῆς νέας πρωτεύουσας τῆς νεοσύστατης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀκολουθώντας νυχθημερόν ἐπί μία ἑβδομάδα ἕναν Ἄγγελο πού ἐμφανίστηκε εἰδικά γι’ αὐτόν τόν σκοπό». [Πηγή: «Φιλόχριστο τῶν Ρωμαίων Πολιτεία» (Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας)].
[https://clubs.pathfinder.gr/IMPERIUMROMANIAE/487465]
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ Φράγκοι, Γερμανικές κυρίως φυλές, πού παρουσιάσθηκαν τόν 5ο μ.Χ. αἰώνα, ἔκαναν καί συνεχίζουν νά κάνουν ἀνελλιπῶς τά ἀδύνατα-«δυνατά», γιά νά διαγραφεῖ καί νά ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικά ἡ σπορά, ἡ ἱστορία, ἡ δόξα καί ἡ μεγαλοσύνη τῆς Ρωμανίας, δηλαδή: οἱ Ρωμηοί, τό Ρωμαίϊκο καί ἡ Ρωμηοσύνη. Οἱ πολεμοχαρεῖς καί οἱ ἀπολύτως ἀκαλλιέργητοι Φράγκοι ταγοί ζοῦν μόνο καί μόνο γιά νά πολεμοῦν, νά κατακτοῦν, νά τιμωροῦν, νά ἐξουσιάζουν καί νά ἀπολαμβάνουν τό κάθε τί κοσμικό ἤ ὑλικό ἀγαθό. Μάλιστα θέτουν ὡς πρῶτο τους στόχο τους πολύ καλλιεργημένους καί ἄρτια μορφωμένους κατοίκους τῆς Ἑλληνικῆς καί Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Τή Ρωμανία-Βυζάντιο.
Ἔκτοτε, ἀπέναντι καί πολέμια στήν τότε Ρωμαίϊκη Αὐτοκρατορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς βρίσκονται, ἐκτός τῶν ἐν λόγω φυλῶν τῶν Γερμανό-Φράγκων καί τά ἄλλα ἐπίσης Γερμανικά φύλα, ὅπως εἶναι: τῶν Γερμανῶν-Γότθων (π.χ., Ὀστρογότθοι, Βησιγότθοι) καί τῶν ἄλλων Γερμανῶν (π.χ., Βουργουνδῶν, Λογγοβάρδων, Σαξόνων, Βανδάλων). Ἡ βαρβαρότητα καί ἡ σκληρότητα ὅλων αὐτῶν τῶν Γερμανικῶν φυλῶν, δέν εἶχε ἱστορικό προηγούμενο: ἐξ οὐ καί ἡ λέξη «βανδαλισμός», πού κοσμεῖ τό Ἑλληνικό καί τό Εὐρωπαϊκό λεξικό καί λεξιλόγιο.
Δυστυχῶς τήν ἱστορία τήν γράφουν οἱ νικητές. Ἡ ἱστορική πραγματικότητα ὅμως εἶναι πάντοτε ἐκεῖ παραδίπλα, ἄν καί θαμμένη. Δέ λέμε ὅτι οἱ ἱστορικοί εἶναι ψεῦτες ἤ παραχαράκτες. Ὄχι. Αὐτό πού λέμε εἶναι ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι κρυμμένη πίσω ἀπό πολλές κρυφές καί φανερές σκοπιμότητες. Οἱ ἰδιοτέλειες τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν καί τό κάθε λογῆς νοούμενο συμφέρον τούς σπρώχνουν καί καταχωνιάζουν τά πραγματικά ἱστορικά γεγονότα. Ἐξαφανίζουν τά πραγματικά στοιχεῖα καί δεδομένα. Παραποιοῦν τή «ζῶσα» ἱστορία. Ὅλοι οἱ ἡγέτες, παντοῦ καί πάντοτε, γνωρίζουν ὅτι πρέπει νά διαγράψουν «γιά πάντα» ὅλα αὐτά, πού συνδέονται κατά πρῶτο λόγο μέ ἀνομίες, παραχαράξεις, ἀτιμίες, προδοσίες καί ψευτιές.
Σέ σχέση μέ τό Ρωμηούς καί τή Ρωμηοσύνη, οἱ περισσότεροι Ἕλληνες, δυστυχῶς, ζοῦν, τρέφονται καί συνεχίζουν μερικῶς νά ἀγνοοῦν τά κατασκευασμένα καί «ὁλοζώντανα» ψεύδη τῶν αἰωνίως ἐπίβουλων καί ἄθεων παπο-Φράγκων. Καί προσοχή: σέ ὁλόκληρο τό ἀνά χείρας βιβλίο, ὅταν ἀναφερόμαστε εἴτε στούς Φράγκους εἴτε στούς Παπικούς εἴτε γενικῶς στούς Δυτικούς, δέν ἐννοοῦμε σέ καμία περίπτωση τούς ἁπλούς πολίτες ἤ καί ἀκόμη καί αὐτήν τήν ἄρχουσα τάξη τους. Ὄχι.
Ἀπεναντίας, τό ἀκριβῶς ἀντίθετο εἶναι ἀληθές. Θεωροῦμε ὅλους αὐτούς τούς λαούς ἀρκετά ἀξιόλογους καί πολύ σημαντικούς. Φίλους μας. Ὅταν κάνουμε ἀναφορές σέ Φράγκους, Δυτικούς καί Παπικούς, πάντοτε ἐννοοῦμε τούς κάποιους καί ἑκάστοτε μεγάλο-ἡγέτες τους. Αὐτούς πού δέν εἶχαν οὔτε Τριαδικό Θεό, οὔτε πίστη, οὔτε καί τίποτε ἄλλο. Παρά μόνον εἶχαν ἀνθρώπινα ἡδονικά πάθη, ἀγάπη γιά τόν λάμποντα χρυσό καί ἀκόρεστο λάγνος γιά ἐξουσία. Τελευταῖο τέτοιο παράδειγμα εἶναι ὁ Γερμανό-Φράγκος πρώην ὑπουργός Μεταφορῶν τῆς Βαυαρίας, πού μᾶς ἀποκάλεσε: «βρωμοέλληνες». Τόν Ἰούνιο τοῦ 2016. Ἁπλά γιά νά μήν ἔχετε τή λάθος ἐντύπωση, ὅτι κάτι ἄλλαξε ἐνδιαμέσως ἀπό τότε γιά τούς ἡγήτορες παπό-Φράγκους.
Ψεύδη, παραχαράξεις, ἀρνητικές νοηματοδοτήσεις ὅρων καί ἐννοιῶν, πού ἔχουν πολλές ὄψεις, ἐκφάνσεις, χαρακτηριστικά καί σκοπιμότητες. Ψεύδη πολλά καί διάφορα: ἐθνικά, παιδαγωγικά, ἰδεολογικά, φιλοσοφικά, κλπ. Ψεύδη, ἀπό αὐτά καί σάν καί αὐτά, τά ὁποῖα μᾶς «πρόσφεραν» τά ξένα συμφέροντα καί οἱ δικοί μας τάχα ἐθνικοί προστάτες. Τά ἴδια Φράγκικα ψέματα ἐν τούτοις μᾶς παρουσίασε καί ἕνα πάρα πολύ μικρό μέρος ἀπό τήν ἴδια τή δική μας ἐνδοχώρια ἄρχουσα τάξη.
Γενικῶς, τά ὅποια ψεύδη τά πρόσφεραν κάποιοι ἀνά τούς αἰῶνες, γιά νά «ταΐσουν» καί τίς κενοδοξίες τοῦ λαοῦ τους. Ψεύδη ὁλοφάνερα, πισώπλατα, «ζωντανά» καί γνωστά «τοῖς πᾶσι». Ψεύδη, δίκη «ἀδιάψευστων» ἐπιχειρημάτων, πού πολλές φορές «ἐπιχρυσώθηκαν» μέ λαμπρούς ἐπικήδειους λόγους, μέ χρυσοποίκιλτους μεγαλόσταυρους, μέ σπουδαῖα ἀγάλματα καί μέ τιμητικούς ἀνδριάντες. Τέτοια ἀνάλογα ψεύδη καί τέτοια ἀνάλογη σύγχυση, πού δυστυχῶς ἔφτασαν καί βρῆκαν «γόνιμο ἔδαφος» καί στήν Ἑλλάδα, στό δικό μας ἱστορικό ὁδοιπορικό: Στό Ἑλληνο-Ρωμαίϊκο καί στή Ρωμηοσύνη.
Ἡ σύγχυση καί ἡ διαστροφή, πού καλλιεργεῖται καί λαμβάνει χώρα στήν πατρίδα μας, εἶναι ἀποτέλεσμα τόσο τῆς ἠθελημένης ἤ τῆς ἀθέλητης ἀπομάκρυνσής μας ἀπό τήν ἴδια τήν πραγματική ἱστορία μας, ὅσο ἐπίσης καί τῆς ἀποστασίας μας ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ζωή καί τό ἐσωτερικό νόημα τῆς Ἑλληνορθοδόξου Ρωμηοσύνης. Ἡ διαστροφή προῆλθε, τόσο ἀπό τήν ἀρνητικῶς νοηματοδοθεῖσα «γραικίστικη» ἐμπιστοσύνη ὁρισμένων στίς δῆθεν αὐθεντίες τῶν ἱστορικῶν τῆς Δύσης, ὅσο καί γιά νά μπορέσουν κάποιοι (εὐτυχῶς λίγοι ἄθεοι καί Δυτικῶς νοούμενοι «Γραικοί») νά φτάσουν σέ μεγάλα ἀκαδημαϊκά ἀξιώματα ἤ/καί θέσεις στήν Ἑλλάδα, ἤ στό ἐξωτερικό.
Περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους, οἱ «γραικίζοντες κονδυλοφόροι» ἦσαν αὐτοί πού «κλάδεψαν» μέ τά ἴδια τά «συγγραφικά» τους χέρια τίς πραγματικές ρίζες τῶν Ρωμηῶν ὅσο καί τῆς ὑπερήφανης Ἑλληνορθοδόξου Ρωμηοσύνης μας. Καί ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ φύση, ὅταν ἡ φυτική ἤ ἡ ἱστορική ρίζα κόβεται ἤ μένει ἀναιμική ὡς φυτό ἤ ὡς ἐθνική μνήμη, τότε πρέπει εἴτε νά ξανα-φυτευτεῖ εἴτε νά ξανα-μπολιασθεῖ. Κατά συνέπεια ἐπιβάλλεται ἄμεσα νά γίνει πράξη κάτι τό καινούργιο ἐξαρχῆς καί ἀπό μηδενική βάση: ἀπαιτεῖται νά καλλιεργηθεῖ, νά ποτισθεῖ καί νά φροντισθεῖ γιά νά ἀνθίσει καρπούς τό ἀθάνατο «περιβόλι» τῆς ξεχασμένης Ρωμηοσύνης. Πάραυτα. Χωρίς ἄλλες καθυστερήσεις.
Νά κατηχηθοῦν οἱ Νεοέλληνες ἀπό τήν ἀρχή, ὥστε νά μάθουν τήν πραγματική ἱστορία, τίς ἀληθινές πλευρές, τήν καθημερινή ζωή, τή στάση ζωῆς τῶν προγόνων μας, τῶν Ὀρθόδοξων Ἑλλήνων-Ρωμηῶν, καθώς καί τόν ἰδιαίτερα λαμπρό Ἑλληνο-Ρωμαίϊκο πολιτισμό τους. Πρέπει νά μάθουν, λόγου χάρη, ὅτι ἡ διαχρονική ἔννοια καί ἡ φυσιογνωμία τῆς Ρωμηοσύνης καί τοῦ Ρωμαίϊκου ἔχει ἤ συναπαρτίζεται ἀπό τρία κύρια συνθετικά στοιχεῖα: Πρῶτον, εἶναι ἡ πίστη-εὐσέβεια. Δεύτερον, εἶναι ἡ βιωματική ζωή καί φιλοσοφία. Καί, τρίτον, εἶναι ἡ διοικητική ὀργάνωση.
Τήν πίστη-εὐσέβεια οἱ Ἕλληνες-Ρωμηοί τήν ἀπέκτησαν μέσα ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τά διδάγματα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου. Τή βιωματική ζωή καί φιλοσοφία τήν παρέλαβαν παραδοσιακά ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐμπειρικά (καί ὄχι ἐπιστημονικά, ἐξωτερικά ἤ ἀκαδημαϊκά) ἐβίωναν οἱ ἴδιοι, τήν ἐξέφραζαν καί μετέπειτα τή διακονοῦσαν στό φιλόχριστο καί πιστό ποίμνιό τους. Τή διοικητική ὀργάνωση οἱ Ἕλληνες-Ρωμηοί τήν πῆραν ἀπό τήν κάποτε ἀκμάζουσα παλιά Ρώμη, ὅπως αὐτή ἀσκοῦνταν ἤ ἐφαρμοζόταν τότε στήν δημόσια διοίκηση, τά δημόσια ἔργα, τίς δημόσιες ὑπηρεσίες, κλπ.
Πέραν τούτων, τήν πραγματική ταυτότητα καί τή μοναδική φυσιογνωμία τοῦ Ρωμαίϊκου καί τῆς Ρωμηοσύνης τήν ἐξέπεμπε ἡ ἴδια ἡ Νέα Ρώμη-Βυζάντιο. Ἡ Νέα Ρώμη τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας ἔγινε τό κεντρικό σύμβολο καί ἀπόλυτο ἔμβλημα τῆς γνωστῆς τότε ὑφηλίου. Ἔγινε τό παγκόσμιο πολιτιστικό καί οἰκονομικό κέντρο γιά πάνω ἀπό 1000 ἔτη. Ἔγινε καί ἦταν, ὅπως εἴδαμε καί ἀνωτέρω, τό πνευματικό καί ἀκαδημαϊκό βῆμα ὁλόκληρου τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Ἔγινε ἐκείνη τήν ἐποχή τό σημερινό ἀνάλογο τῶν ΗΠΑ ἀλλά ὅμως, ἐν Θεῶ, σύν Θεῶ καί Χάριτι Θεοῦ.
Ἐπιπροσθέτως δέ, τό νόμισμά της ἦταν γιά πάνω ἀπό 1.000 χρόνια τό παγκόσμιο νόμισμα. Ἦταν μέ ἄλλα λόγια, τότε, ὅ,τι εἶναι σήμερα τό δολάριο τῶν ΗΠΑ. Δέν ὑπάρχει, ὁμοίως, ἡ παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι ἡ Ρωμαίϊκη Ὀρθόδοξη Ρωμανία τῶν πολλῶν ἐθνῶν καί τῶν πολλῶν ἐθνισμῶν διέπρεψε σέ ὅλα. Ἡ μεσαιωνική Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ρωμανία ἦταν μέ μία φράση: ἡ τότε παγκόσμια ὑπερδύναμη σέ ὅλα. Ἦταν ἡ πιό ἰσχυρή πόλη καί αὐτοκρατορία ἐπί τῆς γῆς. Αὐτοκρατορία, μέ κεντρικό ὁδηγό της τήν Ἑλληνορθοδοξία καί μέ πρωτεῦον συστατικό στοιχεῖο τῆς τεράστιας ἰσχύος της τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀρχικῶς, παλιά Ρώμη καί Νέα Ρώμη ἔλαβαν τήν ἴδια Χριστιανική φυσιογνωμία καί τά ἴδια Χριστιανικά πρῶτα θεμέλια ἀπό τό Μέγα Κωνσταντῖνο (Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων). Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ μετέπειτα στρατιωτική κατάκτηση τῆς παλιᾶς Ρώμης ἀπό τόν Καρλομάγνο καί ἡ ἀκόλουθη στέψη τοῦ ἴδιου ὡς Αὐτοκράτορα τῆς ψευδο-Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τά Χριστούγεννα τοῦ 800 μ.Χ., ἔφεραν τό ὁριστικό τέλος τῆς μεγάλης καί ἑνιαίας ἕως τότε Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας.
Μαζί μέ τόν Καρλομάγνο ἦρθε ταυτόχρονα καί ἡ τελική ρήξη μεταξύ τῆς Ἀνατολῆς (Νέας Ρώμης) καί τῆς Δύσης (παλιᾶς Ρώμης). Ἦρθε τό τέλος τῆς γνωστῆς, ἀχανοῦς καί ἑνιαίας ἕως τότε Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἐπιπροσθέτως, μέ τό μετέπειτα Σχίσμα (1054 μ.Χ.) πού ἀκολούθησε ἡ θεϊκή καί ἡ μόνη ἀλήθεια τῶν διδαχῶν τῆς Ὀρθοδοξίας βρῆκε ἄδοξο καί πολύ ἄδικο γιά τούς ἄθεους Δυτικούς τέλος. Αὐτό δέ τό τέλος ἔλαβε χώρα μόνον ἐπάνω στά ἐδάφη τῆς παλιᾶς καί κατακτηθείσας Φράγκικης-Παπικῆς Ρώμης. Ἡ παλιά Ρώμη ἀποτελοῦσε ἤδη μία ἀπό τίς μεγάλες κατακτήσεις τῶν Φράγκων, διαχωρισθεῖσα πιά ὁριστικῶς ἀπό τήν ἔνθεη Ἑλληνο-Ὀρθόδοξη πορεία, πίστη καί λατρεία.
Βλέπετε ἡ πολιτική ἰδιοφυΐα τοῦ Καρλομάγνου διέβλεψε ὅτι, γιά νά ὑπάρχει ὁ ἀπαραίτητος ζωτικός χῶρος, ὥστε νά ἱδρύσει μία «ὁλοκαταδική» του Δυτική Γερμανική αὐτοκρατορία, θά ἔπρεπε ἐνδιαμέσως, νά «κατασκευασθεῖ» ἐκ τοῦ μηδενός μία νέα τότε «τάξη πραγμάτων», καθώς καί μία νέα πολιτική πρόταση καί κοσμοθεωρία. Μέ ἄλλα λόγια, θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἐξευρεθεῖ καί νά κατατεθεῖ στό λαό μία νέα, «πάρα πολύ σπουδαία» ὅσο καί διαφορετική κόσμο-πρόταση. Ἕνα διαφορετικό καί διαφοροποιημένο μίγμα θρησκευτικῆς ἰδεολογίας καί πολιτικῆς πρότασης, πού θά μποροῦσε νά «εὔκολο-σερβιρισθεῖ» στούς τότε κατοίκους τῆς Φραγκίας.
Πρόταση-μίγμα, πού θά βασιζόταν, – πρῶτον -, στήν ἔννοια τῆς Χριστιανικῆς πίστης, ἀφοῦ γενικά ὁ Χριστιανισμός ἦταν τότε ὁ συρμός τῆς ἐποχῆς ἤ κάτι τό κοινωνικά δεδομένο καί αὐτονόητο ὅλων τῶν τότε μορφωμένων λαῶν τῆς Δύσης. Ἀλλά, θά ἦταν ἐπίσης – δεύτερον -, καί ἀρκετά διαφοροποιημένη σέ θεωρητικό ἐπίπεδο θρησκευτική πρόταση, ὥστε νά δικαιολογεῖ τήν «πίεση» γιά τήν αὐτοτελή ὕπαρξή της. Ὥστε ἁπλά καί «αὐταπόδεικτα» πλέον νά δικαιολογεῖ ἐξ ὁρισμοῦ τήν προφανή ἀνάγκη γιά τήν ὕπαρξη καί μίας δεύτερης Χριστιανικῆς Γερμανικῆς αὐτοκρατορίας στό Δυτικό κόσμο.
Ἡ πολύ ἁπλή λύση καί ἡ εὐθεία θεωρητική βοήθεια-ἀπάντηση, στό συλληφθέν Γερμανό-σχέδιο τοῦ Καρλομάγνου ἦρθε μέσα καί γύρω ἀπό τό ἰδεολογικό εὕρημα καί τή θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου. Καί εἰδικά στό βιβλίο του «Ἡ Πολιτεία τοῦ Θεοῦ»: ἐκεῖ ὅπου, ὄχι ἀπό τό Θεό-Δημιουργό, ἀλλά ἀνθρωπίνως καί «διά τῆς χρήσης τῶν ὅπλων» ἐπιβάλλεται ἡ «θεία δικαιοσύνη». Καί ὅπου ἐπίσης, διά τῆς ὠμῆς βίας καί τῶν «ἀναγκαίων ἀποκεφαλισμῶν» «νουθετοῦνται» καί «κατατροπώνονται» ὅλοι οἱ «ἁμαρτωλοί» καί οἱ «ἐχθροί» τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Αὐγουστίνος ἀποτέλεσε ἔτσι, αὐτομάτως, τήν ἰδανική θεωρητική πλατφόρμα, πού τόσο πολύ «χρειαζόταν» γιά τόν λαό του ὁ Φράγκο-Γερμανός Κάρολος. Ἀφοῦ, ἐκτός τῶν ἄλλων, αὐτή καθ’ αὐτή ἡ ἰδεολογική προσέγγιση τοῦ Αὐγουστίνου ἦταν ἤδη παροῦσα στό κοινωνικό πεδίο καί ἤδη ἀποτελοῦσε μία ἀρκετά διαφοροποιημένη ἐκδοχή καί διατύπωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ δέ Αὐγουστίνος, τόσο ὡς ἄτομο ὅσο καί ὡς Χριστιανός, συνιστοῦσε ὠσαύτως τό «ἰδανικό» καί ὁλοφάνερο γιά ὅλους «κλειδί» τῆς θρησκευτικῆς διαφοροποίησης τῆς Γερμανικῆς Δύσης ἀπό τήν ἀντίστοιχη Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἀνατολή.
Μάλιστα, ὁ ἴδιος ἦταν Δυτικός μέ Λατινική παιδεία χωρίς Ἑλληνικές ἐπιδράσεις (δέν ὁμιλοῦσε, οὔτε διάβαζε τά Ἑλληνικά), ἐξαιρετικά ἀναγνωρισμένος συγγραφεύς καί ἕνα λαμπρό παράδειγμα μεταστροφῆς καί χριστιανικῆς μετάνοιας. Αὐτό ἦταν! Ἡ τόσο διακαῶς ζητούμενη καί ὅσο λεπτομερῶς ἐνορχηστρωμένη «Χριστιανική Γερμανική λύση» βρέθηκε στό πρόσωπο τοῦ Αὐγουστίνου καί στά γραπτά ἔργα του. Ὅλα τά ἄλλα θά τά «ἔκαναν καί θά τά προχωροῦσαν» οἱ διαρκεῖς ἐπεμβάσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Καρλομάγνου καί ὅλων τῶν μετέπειτα συνεχιστῶν του μέ πρῶτο φυσικά στή σειρά τόν ἑκάστοτε ἄθεο Πάπα.
Παρενθετικά, γιά τήν Παπική Οὐνία καί τόν ὕπουλο καί συνεχή «διεμβολισμό» τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς ἑκάστοτε ἄθεους Πάπες γράφει σχετικῶς ὁ Σεβ. Ναυπάκτου Ἰερόθεος: «Ὁ Παπισμός, διά τῆς Οὐνίας, προσπάθησε νά διαλύση τήν Ὀρθοδοξία καί γενικά τήν Ρωμηοσύνη, ἀφοῦ ἡ Οὐνία εἶναι στήν πραγματικότητα ὁ Δούρειος ἵππος τοῦ Παπισμοῦ. Πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ἡ ὕπαρξη τῆς Οὐνίας εἶναι δόγμα τοῦ Παπισμοῦ, τῶν Φράγκων, γιά νά ὑποτάξη τούς Ὀρθοδόξους, καί νά διαλύση τήν Ὀρθοδοξία».
«Ἑπομένως, ἀφοῦ εἶναι δόγμα τοῦ Παπισμοῦ, δέν μποροῦμε ἁπλῶς νά πολεμοῦμε τήν Οὐνία, ἀλλά πρέπει νά στραφοῦμε καί πρός τόν Παπισμό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε αὐτόν τόν τρόπο προσηλυτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐπίσης, πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ὁ σύγχρονος Παπισμός δέν εἶναι ἡ Παλαιά Ρωμαϊκή Ἐκκλησία, ἡ παλαιά Ρώμη, ἀλλά οἱ αἱρετικοί Φράγκοι, πού μισοῦσαν καί μισοῦν τήν Ὀρθοδοξία».
Πέραν ὅλων αὐτῶν, ὅπως ἦταν προσχεδιασμένο καί φυσικό, οἱ ἀντιπαλότητες, οἱ ἐχθρότητες καί οἱ διαμάχες πού ἀκολούθησαν τό Σχίσμα, ἦταν καί παραμένουν «ἐπικές» μέχρι καί σήμερα. Μετά τό 800 μ.Χ., ὁ Καρλομάγνος καί οἱ μετέπειτα διάδοχοί του εἶχαν ἤδη φροντίσει νά ἀντικαταστήσουν διαχρονικά ὅλους τούς ἐκλεγμένους ἕως τότε ἀπό τό λαό Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους.
Ἔτσι στήν παλιά Ρώμη, ἀντί πιά γιά ἐκλεγμένους Ὀρθοδόξους καί Ἑλληνο-Ρωμαίϊκης κυρίως καταγωγῆς Ἐπισκόπους βρίσκουμε στή θέση τους ἄλλους ἀντίστοιχους καί ἀπό τούς ἡγεμόνες πιά τοποθετημένους παπικό-Φράγκους «ἀξιωματικούς-ἐπισκόπους». Παπικούς ψευδο-ἐπισκόπους-«ἀξιωματικούς», πού θεσμοθετοῦν πιά κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καί τή λεγόμενη καινούργια Δυτική «Ἐκκλησία».
Κατά συνέπεια, ἡ Δύση βρέθηκε νά ἔχει διορισμένους ἀπό τήν ἑκάστοτε βασιλική-πολιτική ἐξουσία «ἐπισκόπους», πού καλοῦνταν καί αὐτοί, ὡς χωριστοί τώρα πιά «θρησκευτικοί-ἀξιωματικοί-φεουδάρχες», νά «ποιμάνουν» τόσο τά «ὑφιστάμενα ράσα» ὅσο καί τό λοιπό λαϊκό ποίμνιό τους. Ὅπως δηλαδή ἔκαναν ἤ διοικοῦσαν, ἀντιστοίχως καί οἱ ἄλλοι ἀξιωματικοι τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ τοῦ ἡγεμόνος τίς «στρατιωτικές φόρμες» καί τά λοιπά στρατεύματά τους. Τό πρωί Ἱππότες καί τό βράδυ ψευδό-Δεσπότες. Τό πρωί σκληροί καί μάχιμοι «ἵππο-δεσπότες», τό βράδυ ἄκρως εὐλαβεῖς «πόλεμο-ρασοφόροι». Αὐτός ἦταν, εἶναι καί παραμένει μέχρι καί σήμερα ὁ περίφημος παπικός «στρατός».
Συνάμα, τό ὁριστικό Σχίσμα, τοῦ 1054 μ.Χ., ἀποτελεῖ ταυτόχρονα καί τήν ἀπαρχή τῶν ἄνευ προηγουμένου καί ἀβυσσαλέων πολέμων τῶν Φράγκων τῆς παλιᾶς Ρώμης
κατά τῶν Ρωμηῶν τῆς Νέας Ρώμης. Εἶχε προηγηθεῖ ἐνδιαμέσως ἡ παραίτηση τοῦ τελευταίου Ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης, τοῦ Ἰωάννου ΗΙ’, γεγονός πού ἔφερε στόν παπικό θρόνο τόν πρῶτο Ἰταλό-Φράγκο πάπα, Βενέδικτο Η’.
Βλέπετε, οἱ πονηροί παπικό-Φράγκο-Τεύτονες παρουσιάσθηκαν στήν ἀρχή ὡς δῆθεν ἀγαθοεργοί ἐλευθερωτές τῆς παλαιᾶς Ρώμης καί τῶν Λατίνων (!) ἀλλά, στή συνέχεια, φάνηκε ὁλόκληρη ἡ πικρή ἀλήθεια καί ὅτι ἄλλα πράγματα καί σχέδια εἶχαν, ἐν τέλει, βαθιά στό νοῦ τους. Καί ἄλλα βέβαια πράγματα τελικῶς ἔδειξαν καί παρουσίασαν, πρός τούς κυριευθέντες λαούς τους: Τόν κεντρικό τους μηχανισμό καί τό «ἄνθρωπο-ἐργαλεῖο», τόν Φεουδαρχισμό.
Τό δόλιο σχέδιο τῆς ἀρχικῆς κατάκτησης καί τῆς συνεχοῦς μετέπειτα σκλαβιᾶς καί καταδυνάστευσης τῶν λαῶν μέσω τοῦ αἰσχροῦ καί ἀπάνθρωπου φεουδαρχικοῦ συστήματος, τῆς δομικῆς καί ἀέναης σκλαβιᾶς τῶν κατακτηθέντων λαῶν. Καί, ἀπό δῆθεν ἀρχικοί σωτῆρες, οἱ ἀδίστακτοι Φράγκοι ἔγιναν ἐν τέλει κατακτητές-ρῆγες. Καί στή συνέχεια, ἀπό κατακτητές, οἱ ἀδίστακτοι Φράγκοι μεταλλάχθηκαν ἐκ νέου σέ αἰώνιους καί νόμιμους ἐκμεταλλευτές καί φέουδο-δικτάτορες.
Τότε, τό ἔτος 1014, μέ τήν πρόσθεση τοῦ «Φιλιόκβε» στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁ τότε Πάπας διαγράφηκε ἀπό ὅλα τά δίπτυχα τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Φυσικά: Πρός μεγίστη χαρά καί ἀνείπωτη ὑπερήφανη δόξα τῶν παπο-Φράγκων. Γιά τή δική τους μεγίστη «ὅπλο-ἐπιτυχία», πού ἀφοροῦσε τήν ὑλοποίηση τοῦ μέγα, ἄρρητου καί δόλιου σχεδίου ὑποταγῆς τῶν λαῶν στούς ἄθεους, εἰδωλολάτρες καί ὑλιστές Παπό-Φράγκους. Ἄθεους Φράγκους, πού στή συνέχεια ἔχασαν τόσο τήν ἀποστολική παράδοση ὅσο καί τήν ἀποστολική διαδοχή, ἐχθρευόμενοι ἔκτοτε καί μισοῦντες θανασίμως καί ἀδιαλείπτως τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ρωμανία.
Τό ἔτος 1204 μ.Χ., παραδείγματος χάριν, μέ τήν τέταρτη Φράγκικη «Χριστιανική» Σταυροφορία γιά τή δῆθεν ἀνακατάληψη τῶν Ἱερῶν ἐδαφῶν στά Ἱεροσόλυμα παραμένει μέχρι καί σήμερα τό πλέον κατάπτυστο καί κατάμαυρο «ὁρόσημο» τοῦ Φράγκικου δῆθεν Δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ ἱστορικός συγγραφέας καί νομικός Ἔντουιν Πήαρς στό βιβλίο «Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τό 1204» γράφει γιά τό Δυτικό «πολιτισμό» τῶν Φράγκων: «Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς Τέταρτης Σταυροφορίας ἐπί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ὑπῆρξαν ἐξ ὁλοκλήρου καταστρεπτικές. Ἡ λάμψη τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, τήν ὁποία τό Βυζάντιο -Ρωμανία συντηροῦσε ἐπί ἐννέα αἰῶνες ἔπειτα ἀπό τήν ἐπιλογή τῆς Κωνσταντινούπολης ὡς πρωτεύουσας, ἔσβησε ξαφνικά».
Προσέτι, ὁ ἴδιος συνεχίζει: «Τό ἔγκλημα τῆς Τέταρτης Σταυροφορίας παρέδωσε τήν Κωνσταντινούπολη καί τή Βαλκανική Χερσόνησο σέ ἔξι αἰῶνες βαρβαρότητας… Προκειμένου νά ἀντιληφθοῦμε τήν πλήρη σημασία τῆς λατινικῆς κατάκτησης τῆς Κωνσταντινούπολης, πρέπει νά προσπαθήσουμε νά συνειδητοποιήσουμε ποιός θά ἦταν σήμερα ὁ πολιτισμός τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ἄν ἡ πρό ἔξι αἰώνων Ρωμανία δέν εἶχε καταστραφεῖ. Μπορεῖ κανείς νά φανταστεῖ ὄχι μόνο τή Μαύρη Θάλασσα, τό Βόσπορο καί τό Μαρμαρά νά περιβάλλονται ἀπό προοδευτικά καί πολιτισμένα ἔθνη ἀλλά ἀκόμα καί τά ἀνατολικά καί νότια παράλια τῆς Μεσογείου νά ἔχουν ἐπιστρέψει ὑπό μία καλή διακυβέρνηση καί ὑπό μία θρησκεία ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ φραγμό στόν πολιτισμό».
Προσθέτοντας ὁ ἴδιος καί τά ἀκόλουθα ἀσύλληπτα γιά τό νοῦ γεγονότα καί λόγια: «Ἡ λεηλασία καί ἀπογύμνωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό ὅλα της τά πλούτη, δέν εἶχε ὅμοιό της. Ὅσοι τολμοῦσαν νά ἀντισταθοῦν σφάζονταν ἐπί τόπου. Δέν ἔμεινε παλάτι, ἀρχοντικό, ἐκκλησία μεγάλη ἤ μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, πού νά μήν ἔχει ὑποστεῖ φρικώδη λεηλασία. Ἰδίως τούς προσέλκυσε ὁ μυθικός πλοῦτος τῆς Ἁγίας Σοφίας. Μπῆκαν μέσα στόν Ἱερό Ναό μέ ἄλογα καί μουλάρια πού λέρωναν μέ τίς κοπριές τους τό μαρμάρινο δάπεδο. Καί ἄρχισαν μέ φρενιτιώδη ταχύτητα νά ξηλώνουν καί νά παίρνουν τά πάντα: ἅγια δισκοπότηρα, εὐαγγέλια, ἱερά ἄμφια, ἅγιες εἰκόνες, τήν Ἁγία Τράπεζα, τό ἀσημένιο εἰκονοστάσιο τοῦ Τέμπλου, ἀφοῦ προηγουμένως τό ἔκαναν κομμάτια, μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι καί κουρτίνες».
Γιά νά καταθέσει ὁ Ἔντουιν Πήαρς στή συνέχεια καί τή μέγιστη κατάπληξή του μέ τούς δῆθεν βαθύτατα πιστούς καί Χριστιανούς τῶν σταυροφόρων-παπικῶν τῆς Δύσης, προσθέτοντας κατά λέξη καί τά ἑπόμενα λόγια: «Μάλιστα κατά τή διάρκεια τῆς λεηλασίας μία Γαλλίδα πόρνη ἀνεβασμένη στόν πατριαρχικό θρόνο χόρευε ἄσεμνα μισόγυμνη καί τραγουδοῦσε. Οὔτε οἱ τάφοι τῶν Αὐτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν ὅλοι, ἐνῶ τά λείψανα πετάχτηκαν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Π.χ. τό πτῶμα τοῦ Βασίλειου Β’ Μακεδόνα πετάχτηκε ἔξω καί στά χέρια τοῦ τοποθέτησαν οἱ Φράγκοι μία φλογέρα – εἰρωνικά -. Μέ ἀφορμή αὐτό τό γεγονός ὁ Παλαμᾶς ἔγραψε τό ποίημα «ἡ φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ».
Ἔτι δέ περαιτέρω, προσθέτει ἐπιπλέον ὁ ἴδιος: «Μεθυσμένοι ἀπό τή νίκη τους οἱ Φραγκοδυτικοί περιγελοῦσαν τούς νικημένους, φοροῦσαν μέ γελοῖο τρόπο τά ροῦχα πού τούς εἶχαν ἁρπάξει, τοποθετοῦσαν στά κεφάλια τῶν ἀλόγων τους τίς καλύπτρες καί τά κοσμήματα τῶν Ρωμηῶν. Ἄλλοι κρατοῦσαν ἀντί γιά σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεῖα καί βιβλία, καί περιφέρονταν στούς δρόμους τῆς Πόλης, παριστάνοντας τούς λογίους. Τό πιό τραγικό ἀπό ὅλα ἦταν ὅμως ὅτι ὁλόκληρος ὁ γυναικεῖος πληθυσμός τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀδιακρίτως ἡλικίας ἤ ἰδιότητας (μοναχές), ὑποβλήθηκε στήν τρομερή διαδικασία τοῦ βιασμοῦ».
Γιά νά ὁλοκληρώσει ὁ Πήαρς μέ τά ἑξῆς γραπτά λόγια: «Τότε ἀκριβῶς ἐσφάγησαν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἄρρενες κατοίκους: διότι στήν προσπάθειά τους οἱ πατεράδες καί οἱ σύζυγοι νά διαφυλάξουν τήν τιμή τῶν θυγατέρων καί τῶν συζύγων ἔπεσαν θύματα τῶν ἀποχαλινωμένων Δυτικῶν. Βόγκηξε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν ἀτελείωτο βιασμό. Δέν περιγράφονται τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν οἱ κάτοικοι ἐπί τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες, διότι τούς βασάνιζαν ἀπάνθρωπα γιά νά τούς ἀποκαλύψουν τά μέρη ὅπου εἶχαν κρύψει χρυσά καί ἀργυρά νομίσματα καί κυρίως τιμαλφῆ. Μόνο, ὅταν κορέστηκε ἡ δίψα τους γιά ἁρπαγή, αἷμα καί γενετήσιες ἀπολαύσεις, ἡσύχασαν, ἀφοῦ πρῶτα τούς τρόμαξε μία ἔκλειψη σελήνης. Κατόπιν, συγκέντρωσαν ὅλη τή λεία καί τήν ἔθεσαν ὑπό τήν φύλαξη τῶν εὐγενῶν».
Ἐκτός ἀπό τόν Ἔντουιν Πήαρς, γιά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης τό 1204 ἀπό τούς δῆθεν ἐν Κυρίῳ «Χριστιανούς» καί παπικούς-σταυροφόρους καί ὁ ἱστορικός Νικήτας Χωνιάτης γράφει ἐπί λέξει: «Κι ἔτσι, καθένας εἶχε πόνο, στά στενά θρῆνος καί κλάματα, στά τρίστρατα ὀδυρμοί, στούς ναούς ὀλοφυρμοί, φωνές τῶν ἀνδρῶν, κραυγές τῶν γυναικῶν, ἀπαγωγές, ὑποδουλώσεις, τραυματισμοί καί βιασμοί σωμάτων. ..Τό ἴδιο καί στίς πλατεῖες, καί δέν ὑπῆρχε μέρος ἀνεξερεύνητο πού νά δώσει ἄσυλο σέ αὐτούς. Χριστέ μου, τί θλίψη καί φόβος ὑπῆρχαν τότε στούς ἀνθρώπους…».
Γιά νά συνεχίσει ὁ ἴδιος σέ συνταρακτικό τόνο, γιά τούς δῆθεν παπικό-Χριστιανούς: «Τέτοιες παρανομίες ἔκαναν οἱ στρατοί ἀπό τή Δύση ἐναντίον τῆς κληρονομιᾶς τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά δείξουν σέ κανένα φιλανθρωπία, ἀλλά γυμνώνοντάς τους ὅλους ἀπό χρήματα καί κτήματα, ἀπό σπίτια καί ροῦχα. …καί τό πιό σημαντικό, αὐτοί πού πῆραν τό σταυρό στούς ὤμους καί πολλές φορές ὁρκίστηκαν σέ αὐτόν καί στά θεῖα λόγια ὅτι θά περάσουν δίχως νά πειράξουν τίς χῶρες τῶν Χριστιανῶν, χωρίς νά κοιτάξουν ἀριστερά ἤ νά ἐκκλίνουν πρός τά δεξιά, ἀλλά θά ὁπλιστοῦν κατά τῶν Σαρακηνῶν καί νά βάψουν τά ξίφη τους μέ τό αἷμα τους».
Καί κλίνει ὁ Νικήτας Χωνιάτης, «συγκρίνοντας» τούς παπικούς καί δῆθεν Χριστιανούς μέ τούς ἀγροίκους καί γνωστά διεθνικά φόβητρα Σαρακηνούς: «Οἱ δέ Σαρακηνοί δέν ἔκαναν ἔτσι φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα καί εὐγενικά, ὅταν κυρίευσαν τήν Ἱερουσαλήμ. Γιατί, οὔτε πείραξαν τίς γυναῖκες τῶν Λατίνων οὔτε τόν κενό τάφο τοῦ Χριστοῦ ἔκαναν ὁμαδικό τάφο, …καί ἀφήνοντας ὅλους νά φύγουν μέ ἕνα ὁρισμένο ἀριθμό χρυσῶν νομισμάτων καί ἀπό τόν καθένα ἔπαιρναν μερικά πράγματα, ἀφήνοντας τά ὑπόλοιπα στούς κατόχους τους, ἀκόμα κι ἄν αὐτά ἦταν σάν τήν ἄμμο.
Κι ἔτσι φέρθηκε τό γένος πού μάχονταν τόν Χριστό (ἐδῶ οἱ Ἄραβες) πρός τούς ἀλλόπιστους Λατίνους, οὔτε μέ ξίφος οὔτε μέ φωτιά οὔτε μέ λιμό οὔτε μέ διωγμούς οὔτε μέ ἄλλα δεινά. Σέ ἐμᾶς ὅμως τά προκάλεσαν αὐτά τά ἀνωτέρω οἱ δῆθεν φιλόχριστοι καί ὁμόδοξοι (οἱ παπικό-Δυτικοί της Δ΄ Σταυροφορίας), ὅπως εἴπαμε μέ συντομία, ἄν καί δέν εἴχαμε κάνει κάποιο ἀδίκημα» [Ἡ Παραχάραξη τῆς Ἱστορίας, τοῦ Θωμᾶ Φ. Δρίτσα (www.romanity.oodegr.com)].
Μετά ἀπό 57 ἔτη στά χέρια τῶν ἄθεων καί δῆθεν Σταυροφόρων Φράγκων, τό ἔτος 1261, ἡ Πόλη ἐπανῆλθε καί πάλι στούς Ρωμανούς. Τό γεγονός αὐτό ἔλαβε χώρα στίς 15 Αὐγούστου, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῆς Παναγίας. Καθόλου τυχαῖο γεγονός ὡς πρός τήν Ἁγία αὐτή ἡμέρα. Ἐν τούτοις, τόσο ἡ πτώση τῆς Πόλης στούς Φράγκους τό 1204 ὅσο καί ἡ ἀπαρχή τῆς μετέπειτα Ἅλωσης τῆς Ρωμανικῆς αὐτοκρατορίας, τό 1453, εἶχε ἀρχίσει τό ἔτος 1071. Μέσα στό ἔτος αὐτό συνέβησαν δύο ἐξαιρετικῆς σημασίας ἀρνητικά γεγονότα γιά τή κατοπινή πορεία καί κατάληξη τῆς Βασιλεύουσας.
Πρῶτον, ἡ Νότια Ἰταλία ἔπεσε στά χέρια τῶν Φράγκων, κόβοντας τοιουτοτρόπως τό ἕνα πόδι τῆς Ρωμανίας (τό ἄλλο πόδι της ἦταν τά βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας). Καί, ταυτόχρονα, δεύτερον, ἡ Ρωμανική Αὐτοκρατορία ἔχασε καί τήν περίφημη μάχη τοῦ Μαντζικέρτ, ἐπί αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Δ’ Διογένη, φέρνοντας ἔτσι τούς Σελτζούκους Τούρκους μπροστά στήν αὐλόπορτα τῆς Ρωμανίας. Κάποιοι ἐρευνητές συνδέουν αὐτή τή διπλή ἀρνητική ἐξέλιξη τοῦ ἔτους 1071, μέ μία πρότερη καί θεομίσητη πράξη του, κατά τά ἄλλα, σπουδαιότατου Αὐτοκράτορα Βασιλείου Β’ τοῦ Βουλγαροκτόνου. Ο Βασίλειος Β’ χώρισε τούς αἰχμαλώτους σέ ὁμάδες τῶν 100 ἀνδρῶν, τυφλώνοντας τούς 99 αἰχμαλώτους σέ κάθε ὁμάδα καί ἀφήνοντας τόν τελευταῖο μέ ἕνα μάτι, γιά νά ὁδηγεῖ τούς ὑπολοίπους πίσω στήν πατρίδα τους. Αὐτά, κατά τό ἔτος 1014, στό τέλος τῆς Μάχης τοῦ Κλειδίου. Αὐτό τό γεγονός, ἀναφέρουν κάποιοι Πατέρες, ἐξόργισε πολύ τόν Τριαδικό Θεό. Μάλιστα, ὅπως ὑποστηρίζουν ἀποτέλεσε καί τή βασική αἰτία τῆς πτώσης τῆς Βασιλεύουσας τό 1453!
Ὅπως ἔχουμε ἤδη δεῖ καί ἀνωτέρω, ἡ μεταφορά τῆς παλαιᾶς Ρώμης στή Νέα Ρώμη ἰσοδυναμοῦσε τόσο μέ τή ριζική ἀνακαίνιση ὅσο καί μέ τή μεταστοιχείωση τοῦ παλαιοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους σέ ἕνα νεώτερο Ὀρθόδοξο/Ρωμαίϊκο κράτος. Δημιουργήθηκε, τοιουτοτρόπως, ἡ μοναδική στήν παγκόσμια ἱστορία Ὀρθόδοξη αὐτοκρατορία τῆς οἰκουμένης ἕως τά σήμερα. Δημιουργήθηκε δηλαδή ἡ μοναδική, ἀπό καταβολῆς κόσμου, «ἐπώνυμος τοῦ Χριστοῦ Πολιτεία». Μέ ἄλλα λόγια, ὁλόκληρη ἡ Ἀνατολή καί Δύση (γιά λιγότερο χρονικό διάστημα) ἀπέκτησαν Ὀρθόδοξη πίστη καί ταυτότητα. Αὐτή ἡ Ὀρθόδοξη καί γιγαντιαία γεωγραφική ὑπέρ-ἑνότητα, κράτος καί πραγματικότητα ἐνόχλησε, ἐνοχλεῖ καί πάντοτε θά ἐνοχλεῖ, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, τήν ἄθεη καί ἀντίχριστη Φραγκία, μέ ὅλα της τά διαφορετικά ὀνόματα καί ἡγέτες.
Ἄς μήν ξεχνᾶμε, οὔτε πρός στιγμήν, ὅτι Γενάρχης τῶν Ἑλληνο-Ρωμηῶν εἶναι ὁ Ἅγιος καί Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ μόνος ἡγέτης στήν ἀνθρώπινη ἱστορία πού ποτέ του, ὅπως ἀναφέραμε καί ἀνωτέρω δέν ἔχασε κάποιο πόλεμο (εἴτε ἐμφύλιο εἴτε κανονικό) πού αὐτός διεξήγαγε. Καί εἶναι, ἐπίσης, ὁ μόνος Βασιλέας-Αὐτοκράτωρ πού ὑπῆρξε ταυτόχρονα καί Μονοκράτωρ Ἀνατολῆς καί Δύσης γιά 13 χρόνια (324 ἕως 337) σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Τόσο εἶναι δέ τό μέγα μίσος καί ἡ ἐσωτερική ὀργή τῶν Φράγκων γιά τό ὄνομα «Κωνσταντῖνος», πού ποτέ τους (!) οἱ ἴδιοι δέν ὀνόμασαν κάποιο βασιλέα ἤ ἔστω κατώτερο ἡγέτη τους, μέ αὐτό τό «μιαρό», «ὀρθοδοξίζων» καί «σιχαμερό» γιά αὐτούς τούς ἄθεους ὄνομα.
Βλέπετε ὅτι ἡ πανίσχυρη τότε παγκόσμια ὑπερδύναμη καί ἐκλαμπρότατη Ρωμανία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἦταν ἕνα Ὀρθόδοξο ὑπέρ-ἔθνος, πού ἀνέτειλε καί περιγράφονταν θαυμάσια μέσα ἀπό τίς γραμμές τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἦταν ἕνα «ἔθνος Ἅγιον». Οἱ Ὀρθόδοξοι κάτοικοι τῆς Ρωμανίας ἦταν θεοφύλακτοι. Ἦταν ἐπίσης καί Θεονόμοι: εἴτε ἐκ σπέρματος Ὀρθόδοξοι εἴτε ἐξ ὀρθόδοξο-ποίησης. Ἡ δέ ὀρθοδοξοποίηση ἦταν ἤ ἐνεργοῦσε ὡς ἕνα ἀθέατο καί ὑπέρ-γιγάντιο πέπλο ἀδελφοποίησης ἀνάμεσα στούς λαούς πού κατοικοῦσαν στήν τεράστια σέ ἔκταση τότε Ρωμανία.
Ἐκείνη τήν περίοδο, συνδετικός κρίκος δέν ἦταν οὔτε ἡ γλώσσα οὔτε ἡ καταγωγή τῶν λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλά ἡ ὀρθόδοξη πίστη τους. Μιλᾶμε κυριολεκτικῶς γιά μία παν-Ὀρθόδοξη οἰκουμένη. Μία γιγαντιαία Ἐκκλησία. Εἴχαμε, δηλαδή, ἕναν ζῶντα, πρωτότυπο, ἰδιότυπο, Ὀρθόδοξο καί οἰκουμενικό πατριωτισμό. Κατά συνέπεια, ἡ Ὀρθοδοξία συνιστοῦσε τήν ἰσχυρότερη καί ἄγραφη «κοινωνική ἰθαγένεια» τόσο τῶν πολιτῶν ὅσο καί τῶν λαῶν τῆς τότε Ρωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Μέ διαφορετικά λόγια, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας ἦταν ἡ συνέχεια τοῦ κράτους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἡ συνεκτική της ὕλη καί ἡ ἑνωτική της ἰσχύς δέν βρίσκονταν οὔτε στή γλώσσα οὔτε στόν πολιτισμό οὔτε στήν ἀπειλή τῶν ὅπλων, ἀλλά στή ἐσωτερική δύναμη τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ πνευματική ἑνότητα καί ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἦταν τά κύρια ὑλικά τῆς δημιουργίας τῆς ἔνδοξης καί πανίσχυρης Ρωμανίας-Βυζαντίου.
Καί εἶναι αὐτός ὁ πάρα πολύ σοβαρός λόγος πού ἔκανε τή Ρωμανία παντοδύναμη σέ κάθε πτυχή της καί στή γενικότερη φυσιογνωμία της. Διότι, κατ’ αὐτήν τή λογική, ἡ Νέα Ρώμη δέν ἀνανεωνόταν ἁπλῶς καί μόνον, καί κατά μία μόνον μονοσήμαντη ἔννοια, ἀλλά, ἡ ἴδια, ταυτοχρόνως, μετασχηματιζόταν καί μεταμορφωνόταν σέ κάτι τό παντελῶς καινούργιο. Τό ἀπολύτως νέο. Τό καινό. Τό Ὀρθόδοξο. Μέ σημαία καί σύμβολο τόν Τίμιο Σταυρό τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶχε πιά ἐξ ὁρισμοῦ τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο λόγο σέ αὐτή τή νέα καί αὐτό-ἀνανεούμενη αὐτοκρατορία τῶν Ρωμηῶν. Ἦταν ἡ κολοσσιαία Ἐκκλησία τῶν πιστῶν τῆς Ρωμανίας.
Εἶναι ἁπλό. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐκπολίτιζε. Ἡ παλαιά Ρώμη κατακτοῦσε. Ἡ Νέα Ρώμη ἐκχριστιάνιζε, ὀρθοθοξοποιοῦσε. Ὀρθοδοξοποίηση, μέ ἁπλά λόγια σήμαινε τόσο τό ἐνσυνείδητο παραμέρισμα τοῦ τόπου καταγωγῆς ὅσο καί τήν οἰκοδόμηση μίας ἄλλης ἑνότητας, γύρω ἀπό ἕνα νέο ὑπερκείμενο ἐκκλησιαστικό σῶμα. Γι’ αὐτόν τό λόγο καί δέν ἦσαν οἱ αὐτοκράτορες ἤ οἱ προεστοί αὐτοί πού εἶχαν τόν πρῶτο ἤ τόν κυρίαρχο λόγο στό νέο αὐτό κοινωνικό ὑπέρ-μόρφωμα, ἀλλά, ἀντιθέτως, οἱ θεοφόροι γέροντες καί οἱ ἁπλοί καί εὐλαβεῖς μοναχοί. Καί εἶναι αὐτός ἐπίσης ὁ πολύ σπουδαῖος συνδυαστικός λόγος, ὅπου, ἡ πιστή λαϊκή βάση ἀποτελοῦσε τόσο τήν αὐθεντικότερη παράμετρο ὅσο καί τό κύριο στήριγμα τῆς νέας αὐτοκρατορίας.
Παρ’ ὅλα ταῦτα, μετά τό ἔτος 1204, μέ τή συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας καί καθ’ ὁλόκληρο τόν 13ο αἰώνα, οἱ ρωμαίϊκες ἐθνότητες ἔχασαν διαχρονικῶς τήν ἀρχική συνοχή τους καί εἰσῆλθαν σέ ἕναν ἰδιότυπο ἀπομονωτισμό ἀναμεταξύ τους. Καί παρά τό γεγονός ὅτι ἐκκλησιαστικῶς συν-καταβιοῦσαν μέσα στήν Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας, ἐν τούτοις, μετά τήν πτώση τῆς Πόλης στούς ἄθεους Φράγκους, εἰσήχθη τόσο τό ἐθνικό πνεῦμα τῶν ἐθνοτήτων ὅσο καί ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἐθνικότητας ἑνός ἑκάστου ἐκ τῶν ἐθνῶν τῆς τότε Ρωμανίας. Ἡ συνέχεια τῆς Ρωμανίας εἶχε ὡς κυρίαρχη ἑνωτική βάση της, ἔκτοτε, τήν ἐκκλησιαστική καί ὄχι πλέον τήν κρατική δικαιοδοσία καί ταυτότητά της.
Βεβαίως, μέ κανένα τρόπο δέν θέλουμε νά σᾶς δώσουμε τή γενική ἐντύπωση ὅτι ὅλα ἦσαν ἀγγελικά, ἐξιδανικευμένα καί ἀπολύτως ὁμαλά μέσα στή Ρωμανία, καθ’ ὅλη τήν ἱστορική διαδρομή της. Ὄχι. Κάθε ἄλλο μάλιστα. Ὅπως καί κάθε ἄλλη κρατική καί κοινωνική ἑνότητα, ἔτσι ἀντιστοίχως καί ἡ Ρωμανική αὐτοκρατορία ἔζησε μία σειρά ἀπό πολύ τραυματικές καταστάσεις καί γεγονότα. Ὑπῆρχαν πολλές περιπτώσεις φόβου, καταπίεσης, διακρίσεων, ἀδικιῶν, ἐξαναγκασμοῦ, ἐσωτερικῶν ἐξεγέρσεων, ἐπαναστάσεων καί δοκιμασιῶν. Ὅπως, λόγου χάρη, ἦταν καί αὐτό πού ἔλαβε χώρα ἐπί Ἰωάννου ΣΤ’ τοῦ Κατακουζηνοῦ, ἀπό τή στέψη του τό ἔτος 1341 μ.Χ., μέχρι τό ἔτος 1354 μ.Χ.
Κατά τή διάρκεια τῆς θητείας τοῦ αὐτοκράτορα Κατακουζηνοῦ, ἔλαβαν χώρα δύο σοβαροί ἐμφύλιοι πόλεμοι. Εἰδικότερα, ἐκείνη τήν χρονική περίοδο, τό τότε κίνημα τῶν ἐπαναστατῶν-Ζηλωτῶν ἦταν μία καθαρά πολιτικοποιημένη παράταξη, πού εἶχε σαφῆ κοινωνικά κίνητρα καί αἰτήματα ἐναντίον τῶν εὔπορων γαιοκτημόνων καί τασσόταν ὑπέρ τῶν φτωχῶν καί καταπιεζομένων. Αὐτοί οἱ δύο ἐμφύλιοι πόλεμοι εἶχαν ὡς κυρίαρχα αἴτια τή διαρκῶς αὐξάνουσα τότε κοινωνική ἀνισότητα καί ἀδικία, λόγω τῆς συγκεντρώσεως τῆς γῆς καί τοῦ πλούτου στά χέρια τῶν ὀλίγων τότε καί ἰσχυρῶν. Βλέπετε, τό ἄθεο καί ὑπέρ-ἄδικο φεουδαρχικό σύστημα τῆς Δύσης εἰσχωροῦσε ἐπικίνδυνα καί ἐνθυλακωνόταν σιγά-σιγά καί στή δική μας Ἀνατολή.
Σέ αὐτούς τούς δύο ἐν λόγω ἐμφυλίους πολέμους οἱ ἀντίπαλοι εἶχαν πολλούς νεκρούς, ἑκατέρωθεν, ἐνῶ ταυτόχρονα καί οἱ δύο πλευρές ξόδεψαν κάθε ἴχνος χρυσοῦ πού ὑπῆρχε διαθέσιμο ἀπό τήν πλευρά τους. Ἀκόμη, πέραν τούτων, τό ἔτος 1347 ξέσπασε στήν Πόλη μία μεγάλη ἐπιδημία πανούκλας, πού ὁδήγησε στό θάνατο τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Βασιλεύουσας. Ἡ ὁριστική λήξη τοῦ αἱματηροῦ ἐμφύλιου πολέμου ἦρθε τό ἔτος 1354, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Κατακουζηνός παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο καί ἐκάρη μοναχός, ἀφήνοντας ὡς μόνο ἡγέτη τό νεαρό τότε Ἰωάννη ΣΤ’ Παλαιολόγο.
Κατά τόν 15ο αἰώνα, παρατηροῦμε ἐπίσης πολύ καθαρά καί τό ἑξῆς σημαντικό γεγονός ἤ κοινωνική πραγματικότητα: σέ ὅλες ἐκεῖνες τίς περιπτώσεις ὅπου τό εἰδικό βάρος τῶν Ρωμηῶν στηρίζεται ἐπάνω στήν Ἐκκλησία, τόσο πιό πολύ τονίζεται καί ὑπάρχει ἡ οἰκουμενική συνείδηση καί ἡ παν-ὀρθόδοξη ἔννοια τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητας. Ὅπου ὅμως ὑπερισχύει τό κοσμικό φρόνημα, ἐκεῖ ὑπερέχει καί ἐξάπτεται ὁ ἐθνισμός καί ἡ διαφορετική φυλετικότητα.
Κατά αὐτή τή λογική καί πραγματικότητα, κατά τόν 15ο αἰώνα, ἡ αὐτοκρατορία ζεῖ καί τήν κορύφωση τῆς ἐπιρροῆς τῶν λογίων τῆς τότε ἐποχῆς. Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς τούς λογίους ἦταν ἀρχαιολάτρες καί προτιμοῦσαν τό μή ἐκκλησιαστικό, ἀλλά τό εἰδικῶς νοηματοδοτημένο καί παγανιστικό γιά αὐτούς ὄνομα, Ἕλλην, ἀπό τό ἀντίστοιχο Ὀρθόδοξος ἤ Ρωμηός. Βεβαίως, αὐτό τό ἀρχαῖο παγανιστικό πνεῦμα καί αὐτή ἡ ἀρχαιόπληκτη λογιοσύνη συνεχίσθηκε, ἔκτοτε, φτάνοντας μέχρι καί τίς δικές μας ἡμέρες. Οἱ λεγόμενοι σήμερα «Γραικύλοι» ἐντάσσονται σέ αὐτή τήν ἐν λόγω κατηγορία τῶν φιλο-Δυτικῶν παγανιστῶν καί ἄθεων δυτικόπληκτων.
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ἡ ἔνδοξη αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου θά πληγεῖ θανάσιμα τόν 15ο αἰώνα καί εἰδικότερα τό ἔτος 1453. Ἡ Ἅλωση τῆς Θεοφύλακτης γίνεται παγκόσμιο γεγονός. Ἄνθρωποι, λαοί καί ἔθνη στιχούργησαν, τραγούδησαν καί μελοποίησαν τόσο τό ἀπαράμιλλο κάλλος ὅσο καί τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας:
Ὤ Πόλις, Πόλις πόλεων πασῶν κεφαλή!
Ὤ Πόλις, Πόλις κέντρου τῶν τεσσάρων τοῦ κόσμου μερῶν!
Ὤ Πόλις, Πόλις Χριστιανῶν καύχημα καί βαρβάρων ἀφανισμοί.
Ὤ Πόλις, Πόλις ἄλλη παράδεισος φυτευθεῖσα πρός δυσμάς,
ἔχουσα ἔνδον φυτά πάντοτα βρίθουσα καρπούς πνευματικούς!
Ποῦ σοῦ τό κάλλος, παράδεισε;
Ἤ, ἐπίσης,
Ἡ Πόλις ἦτον τό σπαθί, / ἡ Πόλις τό κοντάρι.
Ἡ Πόλις ἦτον τό κλειδί / τῆς Ρωμανίας ὅλης
Κ΄ ἐκλείδωνε κ΄ ἐσφάλιζεν / ὅλην τήν Ρωμανίαν
Κ΄ ὅλον τό Ἀρχιπέλαγος / ἐσφικτοκλείδωνεν το.
Ἤ ἀκόμη, ἕνας θρῆνος τοῦ Πόντου γιά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, Δημοτικό Τραγούδι,
Ἕνα πουλί, καλό πουλί ἔβγαιν’ ἀπό τήν Πόλη,
οὐδέ σ’ ἀμπέλια κόνεψε, οὐδέ σέ περιβόλια,
μόνο πῆγε κι ἐκόνεψεν εἰς τοῦ Ἡλιοῦ τό κάστρο.
Ἔσειξε τό ‘να του φτερό, στό αἷμα βουτηγμένο,
Ἔσειξε τ’ ἄλλο του φτερό, χαρτίν εἶχε γραμμένο.
Νά τό διαβάσει δέ μπορεῖ, οὐδ’ ὁ Μητροπολίτης!
Κι ἕνα παιδί, καλό παιδί ἔρχεται κι ἀναγνώθει,
τό ἀναγνώθει κι ὅλο κλαίει κι ὅλο στηθοκοπιέται.
«Ἀλί σέ μᾶς καί βάι σέ μᾶς, πάρθηκε ἡ Ρωμανία».
Μοιρολογοῦν οἱ ἐκκλησιές καί κλαίν’ τά μοναστήρια
κι ὁ Ἅη-Γιάννης ὁ Χρυσόστομος κλαίει καί δερνοκοπιέται.
-Μήν κλαῖς, μήν κλαῖς, Ἅη-Γιάννη μου καί μέ δερνοκοπιέσαι.
-Ἡ Ρωμανία ἐπέρασεν, ἡ Ρωμανία ἐπάρθη!
-Ἡ Ρωμανία κι ἄν ‘περασεν, ἀνθεῖ καί φέρνει κι ἄλλη.
Ἀλλά ἄς δοῦμε τώρα, σέ σχετική συντομία, τά τελευταῖα χρόνια τῆς τρισ-ἐνδόξου Ρωμανίας πρίν τήν Ἅλωσή της. Εἶναι τά χρόνια τῆς σταύρωσής της, ἀποτέλεσμα τῆς γενικῆς ἀποστασίας τῶν κατοίκων της ἀπό τόν τριαδικό Θεό. Σᾶς ὑπενθυμίζουμε ὅτι τή διάλυση τοῦ πρότερου Σελτζουκικοῦ κράτους τήν εἶχε προκαλέσει ἡ ἐμφάνιση καί ἡ ἑδραίωση τῶν μετέπειτα Ὀθωμανῶν Τούρκων. Ἡ κατάκτηση τῆς Πόλης ἦταν γιά τόν Μωάμεθ B’ ἕνα μόνιμο ὄνειρο. Στόχος ζωῆς. Ἐμμονή. Ἤθελε νά περάσει ὁ ἴδιος στήν ἱστορία ὡς ὁ πορθητής τῆς Θεοφύλακτης.
Νά ἀναφερθεῖ πώς, ἡ Βασιλίς τῶν Πόλεων ἀντιμετώπισε περισσότερες ἀπό 20 πολιορκίες σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἱστορικοῦ της παρελθόντος καί εἶχε κατακτηθεῖ μόνο μία φορά ἀπό τίς στρατιές τῶν Σταυροφόρων τό ἔτος 1204. Ἐκείνη τήν ἐποχή, 249 ἔτη ἀργότερα, τό ἔτος 1453, ἀπό τήν ἄλλοτε γιγαντιαία καί πανίσχυρη Ρωμαίϊκη Αὐτοκρατορία δέν εἶχε ἀπομείνει παρά μόνον ἡ ἕδρα της, ἡ Κωνσταντινούπολη. Ἕνα Χριστιανικό φρούριο μέσα σέ ἕνα γιγάντιο ὑπέρ-κλοιό ἀπό Μουσουλμανικές κατακτήσεις. Ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν μόνη καί περικυκλωμένη ἀπό τό Μουσουλμανισμό καί τήν ἀθεΐα.
Ἡ Ὀρθόδοξη καί ἱστορική διαδρομή τῆς Ρωμανίας, μέχρι νά φτάσει στήν τελική της πτώση καί τήν Ἅλωσή της, σχετίζεται μία σειρά ἀπό συγκλονιστικά, ἀνεξήγητα καί ὑπερφυή θεϊκά σημεῖα καί σημάδια. Μία ἀλληλουχία ἀπό ἄνωθεν θεϊκά σύμβολα. Μία ἐκπληκτική ἀράδα ἀπό πλήρως ἀνερμήνευτα ἐπουράνια σημεῖα καί γεγονότα. Ὁ Θεός μιλοῦσε στά πλάσματά του μέ μία σειρά ἀπό θεϊκά προμηνύματα. Πρῶτα ἡ πραγματικότητα: Κύρια αἰτία τῆς πτώσης τῆς Θεοφύλακτης εἶναι ὁ πνευματικός σκοταδισμός καί ἡ γενική ἀποστασία τῶν πολιτῶν της, ὅσο καί ἡ γενικότερη θέση καί στάση τοῦ κλήρου ἀπέναντι στήν προωθούμενη τότε «Ἕνωση» τῶν Ἐκκλησιῶν καί τόν Πάπα.
Μετά τό ἔτος 1204, σᾶς ὑπενθυμίζουμε ὅτι καταγράφονται τρεῖς τέτοιου τύπου «Ἑνώσεις»: Οἱ ἴδιοι οἱ σταυροφόροι ἀναγγέλλουν τήν πρώτη «Ἕνωση» καί ἔκτοτε ἀρχίζει μία συστηματική προσπάθεια προσηλυτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων στόν Ρωμαιο-καθολικισμό. Ἡ δεύτερη διαδικασία «Ἕνωσης» ἀφορᾶ τήν περίφημη «Σύνοδο τῆς Λυών», πού δέν ἀποτέλεσε τίποτε ἄλλο παρά μία ἁπλή πολιτική συνθήκη μεταξύ του Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου καί τοῦ Πάπα Γρηγορίου Ι’. Ἡ τρίτη καί πιό σημαντική προσπάθεια «Ἕνωσης» εἶναι ἡ περίφημη πιά σύνοδος τῆς Φεράρας – Φλωρεντίας, πού ξεκινᾶ στήν πόλη τῆς Φεράρας τό 1438 καί ἕνα χρόνο ἀργότερα μεταφέρεται στήν πόλη τῆς Φλωρεντίας.
Καί ἐνῶ ἐκείνη τήν χρονική περίοδο ἡ Βασιλεύουσα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο ἐξ Ἀνατολῶν ἀπό τούς Ὀθωμανούς, ἡ Δύση, ὡστόσο, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Πάπα, γιά νά προσφέρει δῆθεν τή βοήθειά της στούς Ρωμανούς, ἀπαιτοῦσε πρῶτα νά γίνει ἡ Ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καί φυσικά κάτω ἀπό τό «πρωτεῖο» τοῦ Πάπα. Ἔτσι ἡ Ρωμανία χωρίσθηκε σέ Ἑνωτικούς καί ἀνθενωτικούς. Ἀρχηγός στούς ἀνθενωτικούς ἦταν ὁ Γεώργιος Σχολάριος, ἤ Γεννάδιος. Σύμφωνα μέ τόν ἱστορικό Δούκα, ὁ Γεννάδιος εἶπε κάποια στιγμή: Ἄθλιοι Ρωμαῖοι (-Ρωμηοί), γιατί κάνατε λάθος καί, ἀντί νά ἐλπίζετε στό Θεό, ἐλπίζετε στή δύναμη τῶν Φράγκων; Μαζί μέ τήν Πόλη πού θά καταστραφεῖ χάσατε καί τήν εὐσέβειά σας; […] Ξέρετε δυστυχισμένοι Κωνσταντινουπολίτες, τί κάνετε;».
Ἐν τέλει, δυστυχῶς, καί κάτω ὑπό τή θανατηφόρα ἀπειλή καί πίεση τῶν Ὀθωμανῶν, ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ἀποφάσισε νά κάνουν ἀπό κοινοῦ μία λειτουργία στήν Ἁγία Σοφία, ὀρθόδοξοι καί καθολικοί. Μαζί. Ἔτσι, καί ἐπισήμως πιά, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, ὁ αὐτοκράτορας ὀργάνωσε τό περίφημο συλλείτουργο στήν Ἁγιά Σοφιά, ὡς ἀπόδειξη καλῆς θέλησης πρός τούς ρωμαιο-καθολικούς. Ὅπου τότε, μεταξύ τῶν ἄλλων, μνημονεύθηκαν (κατά τή Θεία Λειτουργία) τόσο ὁ Πάπας ὅσο καί ὁ ἀπών Πατριάρχης Μάμμας, ἀλλά καί ἀναγνώστηκαν, ἐπιπροσθέτως, καί οἱ εἰδικοί ὅροι τῆς συμφωνίας τῆς Φλωρεντίας.
Ἡ ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν εἶχε τυπικά ἐπιτευχθεῖ. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πάπα, καρδινάλιος Ἰσίδωρος καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στήν Ἁγία Σοφία, προκαλώντας, ἐν τούτοις, τή σφοδρή καί ἄτεγκτη ἀντίδραση τοῦ ἁπλοῦ καί ἀσυμβίβαστου κόσμου. Κόσμου, πού ξεχύθηκε μέ ἁγνότητα ψυχῆς μέσα στούς δρόμους καί γέμισε τίς διάφορες ἄλλες ἐκκλησίες τῆς Βασιλεύουσας, ὅπου λειτουργοῦσαν οἱ ἀνθενωτικοί μέ ἐπικεφαλῆς τόν μετέπειτα Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, πού βρίσκονταν μέσα στό ἱερόν κελλίον του, στήν Ἱερά Μονή τοῦ Παντοκράτορος.
Τό κεντρικό σύνθημα πού κυριαρχοῦσε καί λέγονταν βροντερά ἀπό τούς ἁγνούς λαϊκούς στούς δρόμους τῆς Πόλης ἦταν τό ἑξῆς: «Τήν γάρ Λατίνων οὔτε βοήθειαν οὔτε τήν ἕνωσιν χρήζομεν. Ἀπέστω ἀφ’ ἡμῶν ἡ τῶν ἀζύμων λατρεία». Ἀναφέρουμε, ἐπίσης, γιά τήν ἱστορία, ὅτι ἀνθενωτικός ἦταν ὁμοίως καί ὁ τότε πρωθυπουργός Μέγας Δούκας, Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὁ ὁποῖος εἶπε τότε καί τό περίφημο ἐκεῖνο ρητό, πού ἔμελε στή συνέχεια νά παραμείνει ὡς μία ἐξόχως ἱστορική φράση ἀνά τούς αἰῶνες: «Κρειττότερον ἐστιν εἰδέναι ἐν μέση τῆ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἤ καλύπτραν λατινικήν.» Δηλαδή, πολύ ἁπλά, εἶναι καλύτερα νά εἴμαστε ὑπόδουλοι στούς Τούρκους, παρά στούς Φράγκους!
Βεβαίως, τό μίσος τῶν λαϊκῶν γιά τούς Φραγκο-Λατίνους δέν ἀπέρρεε μόνο ἀπό αὐστηρά δογματικούς λόγους. Ἡ λαϊκή ψυχή δέν εἶχε προλάβει νά ξεχάσει τήν ἀπερίγραπτη βαρβαρότητα πού ἐπέδειξαν οἱ Σταυροφόροι κατά τήν Πρώτη Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τό 1204, ἐνῶ ἀντιδροῦσε ἐπίσης ὁ λαός καί στήν ὑπέρλογη οἰκονομική διείσδυση τῆς Βενετίας καί τῆς Γένουας στά οἰκονομικά πράγματα τῆς Βασιλεύουσας. Ἀκόμη, οἱ λαϊκοί ἀντιδροῦσαν καί γιά τήν καταπίεση τῶν Λατίνων κατά τῶν ὀρθοδόξων καί εἰδικά σέ ἐκεῖνες τίς περιοχές ὅπου κυριαρχοῦσαν οἱ ρωμαιο-καθολικοί (Λατίνοι), γεγονός πού εἶχε φέρει στά πρόθυρα τῆς ἐξαθλίωσης πολλούς ἀπό τούς κατοίκους τῆς αὐτοκρατορίας.
Ἡ περίφημη «Ἕνωση» δέν κατέστη ἐν τέλει δυνατή σέ πρακτικό ἐπίπεδο, λόγω τῆς ἀδαμάντινης καί ἄγρυπνης στάσης τοῦ ἁπλοῦ καί ἀνένδοτου λαοῦ. Ὁ λαός τῆς Πόλης δέν ἀποδέχθηκε ἐν τέλει καμία ὑποχώρηση σέ σωτηριολογικά ζητήματα, ὅσα κι ἄν ἦταν τελικῶς σέ ἀντάλλαγμα τά ἀντίστοιχα πολιτικά ἤ καί τά ἄλλα ὀφέλη, πού τούς ἔταζαν ἐκ τοῦ πονηροῦ οἱ ἄθεοι παπο-Φράγκοι. Μάλιστα δέ, καί οἱ ἴδιοι οἱ ὑπογράψαντες ἱεράρχες στή Φεράρα – Φλωρεντία, μέ τήν ἐπιστροφή τους στήν Πόλη δήλωναν δημοσίως, σύμφωνα μέ τόν ἱστορικό Δούκα: «Ὑπογράψαμε τήν Ἕνωση καί ξεπουλᾶμε τήν πίστη μας». Κόψτε μας τό δεξί μας χέρι… Δέν μπόρεσαν ὅμως οἱ ἱεράρχες νά ξεπουλήσουν, ἐν τέλει, τή βαθιά πίστη τῶν κατοίκων τῆς Ρωμανίας. Καί νά! γιατί: ἡ πίστη καί ἡ σωτηρία γιά τόν ἁπλό λαό δέν εἶναι προϊόν μίας ἁπλῆς ἀγοραπωλησίας ἤ τῆς κάποιας ἔστω διαπραγμάτευσης.
Αὐτή εἶναι ἡ ὠμή ἀλήθεια! Εἶχαν ξεχάσει τόν ἁγνό καί πιστό λαό, πού ποτέ του δέν θά ἐπέτρεπε, καί σέ κανέναν(!), νά ξεπουλήσει τή βαθιά του πίστη στό Θεό. Γι’ αὐτό τό λόγο καί ὁλόκληρος ὁ λαός συσπειρώθηκε γύρω ἀπό τή λαμπερή μορφή τοῦ ὑπέρ-ἀνθενωτικοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ναί, πράγματι, ἡ Ρωμανική ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολύ λίγοι Ρωμηοί θά θυσίαζαν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν γιά τά ὅποια ἀντίστοιχα ἀνθρώπινα ἤ πολιτικά ὀφέλη. Καί φυσικά, ὅπως ὅλοι μας πιά τό γνωρίζουμε, ἡ τυπική τότε ἀνακήρυξη τῆς «Ἕνωσης» δέ βοήθησε πουθενά, κανέναν καί σέ τίποτε. Ἡ βοήθεια ἀπό τή Δύση δέν ἐρχόταν. Βεβαίως, οὔτε καί ποτέ της ἦρθε καί στή μετέπειτα συνέχεια. Ὡστόσο, ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἦλθε πέντε μῆνες ἀργότερα.
Γιά τήν ὀρθοτόμηση τῆς ἀθέατης Ρωμανικῆς ἱστορίας, πρέπει νά καταγράψουμε καί τά ἑπόμενα γεγονότα. Εἰδικότερα: Πρίν τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, ὑπῆρχαν πολλά ἄνωθεν σημάδια καί ἐπουράνια σημεῖα πού ἦταν ἀνερμήνευτα καί ξεπερνοῦσαν παντελῶς τήν ὅποια ἀνθρώπινη γνώση καί λογική. Κάποιες μικρές λεπτομέρειες πού κάποτε – κάποτε κινοῦν τά κύρια νήματα καί τούς ἱμάντες τῆς ἱστορίας. Καί πού ἐνδιαμέσως μοιάζουν οὐδέτερα μικρό-γεγονότα. Ἀσήμαντα. Προσπεράσιμα γιά πολλούς. «Χαζομάρες» κάποιων πλανεμένων. «Γελοιότητες» ὁρισμένων γραφικῶν «τύπων».
Ὡστόσο, ἐν τούτοις, πρόκειται γιά κορυφαῖα συμβάντα, πού παίζουν ἕναν ἀπολύτως καθοριστικό ρόλο στό γενικότερο ὁδοιπορικό τῶν λαῶν. Ἀναδρομικῶς γνωρίζουμε ὅτι αὐτές οἱ δῆθεν «λεπτομέρειες» δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά σημάδια θεϊκά. Προμηνύματα τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Σημάδια μεταφυσικά. Οὐράνια σύμβολα καί μηνύματα. Σημεῖα ἀνερμήνευτα. Προτυπώσεις καί «τύποι» πνευματικῶν γεγονότων καί κοσμικῶν καταστάσεων τοῦ ἄκτιστου κόσμου ἐπί τοῦ ὑλικοῦ πεδίου. Μόνον οἱ πιστοί πληροφοροῦνταν αὐτά τά τεκταινόμενα, ἐσωτερικά, μέ ἄγνωστο τό πῶς.
Ὅπως ὅταν, χωρίς καμιά ἀπολύτως αἰτία, ἔπεσε ξαφνικά μέσα στίς λάσπες ἡ μεγάλη θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας στήν «πάνδημη λιτανεία» πού ἔγινε στήν Πόλη, σύμφωνα μέ ὅσα καταγράφει ὁ Κριτόβουλος. Καί κανείς δέ μποροῦσε νά τήν ἀνασηκώσει, σά νά τήν τραβοῦσε κάτι πρός τά κάτω, πρός τή γῆ. Ἤ ὅπως, ἐπίσης, ὅταν ἔγινε μέγας κατακλυσμός, τήν ἴδια ὥρα τῆς λιτάνευσης, καί σκότος μέγα ἔπεσε ταυτόχρονα στήν Πόλη.
Ἀκόμη, τήν ἑπομένη ἡμέρα ὅλη ἡ Πόλη, ἄν καί ἦταν Μάης μήνας, καλυπτόταν ἀπό ἕνα ἀλλόκοτο πυκνό στρῶμα ὁμίχλης. Ἡ ἀπόκοσμη ἀτμόσφαιρα ἐνέτεινε ἔτι περαιτέρω τήν ἄσχημη διάθεση ὅλων τῶν κατοίκων. Πολλοί παρομοιάζουν τό ἐν λόγω γεγονός μέ τό ἀντίστοιχο σκότος τήν ὥρα τῆς Σταύρωσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ὤ τῶν σοφῶν σου κριμάτων, Χριστέ Βασιλεῦ, ὡς ἀνερμήνευτα καί ἀνεξιχνίαστα ἐστίν», γράφει ἐπίσης ὁ αὐτόπτης χρονογράφος καί ἀφοσιωμένος τοῦ αὐτοκράτορα Γεώργιος Φραντζῆς.
Εἰσέτι δέ, πέραν ὅλων τούτων, ἡ ἡμέρα ἦταν Τρίτη, 22 Μαΐου, 1453. Τό ἴδιο βράδυ παρατηρεῖται ἕνα ἀκόμη περίεργο καί ἀνεξήγητο φαινόμενο στόν οὐρανό. «Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν καθαρή, αἴθρια, διαυγής σάν κρύσταλλο», θυμᾶται ὁ ἱστορικός Μπάρμπορο. Καί καθώς τό φεγγάρι ἀνέβαινε τήν πρώτη ὥρα, μετά τή Δύση, καί ἐνῶ κανονικά θά ἔπρεπε νά εἶναι καί νά δείχνει ὡς ἕνας πλήρης καί χρυσαφένιος κύκλος, παραταῦτα, ὅλοι τους ἔβλεπαν ἕνα φεγγάρι «μόνον τριῶν ἡμερῶν, μόνο ἕνα μέρος του». Ἡ ἐν λόγω παντελῶς ἄκαιρη καί «μερική ἔκλειψη» τῆς σελήνης θά διαρκέσει περίπου τέσσερις ὧρες καί εὐλόγως θά πανικοβάλλει καί πάλι τό λαό τῆς Πόλης.
Ὅλοι τότε οἱ κάτοικοι θά θυμηθοῦν τήν ἀρχαία προφητεία ὅτι ἡ βασιλεύουσα Πόλη δέ θά ἔπεφτε σέ ξένα χέρια, μέχρι ἐκείνη τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα ὅπου ἡ σελήνη θά χανόταν ἀπό τόν οὐρανό ἤ, ἄλλως, ὅταν ἡ σελήνη «καίτοι γεμάτη, φανεῖ λειψή στό δίσκο της». Καί ἡ σελήνη ὄντως χάθηκε. Ἡμέρα τῆς πανσελήνου, ἀλλά ἡ σελήνη χάθηκε, γεμίζοντας ἐκ νέου μέ σιωπηρό τρόμο τίς καρδιές τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων πού γνώριζαν ἀλλά καί πίστευαν τήν ἐν λόγω προφητεία. Ὁ Θεός μιλοῦσε στά δικά του παιδιά. Τούς πληροφοροῦσε καί τούς προετοίμαζε. Οἱ ἄθεοι ὑπόλοιποι, ἁπλά …φοβοῦνταν τό ἄγνωστο καί πολλές φορές ὑπομειδιοῦσαν μέ τήν «κατάντια» τῶν γύρων τους πιστῶν-καί-πλανεμένων.
Οἱ Ὀθωμανοί, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, θά συνδυάσουν τήν ἐν λόγω μερική ἔκλειψη τῆς σελήνης μέ τό δικό τους ἀντίστοιχο μισοφέγγαρο, τό ἱερό τους σύμβολο, καί θά πανηγυρίσουν ἰδιαιτέρως τό ἐν λόγω γεγονός πρίν ὅλα πάρουν, ἐν τέλει, τόν ἄδοξο καί προδιαγεγραμμένο δρόμο τους. Ὅλοι οἱ κάτοικοι, ἐπιπροσθέτως, γνώριζαν καί ἐνθυμήθηκαν καί τόν ἄλλο ὁμοίως ὑπάρχοντα θρύλο ἤ σχετική προφητεία: ὅτι τόσο ὁ πρῶτος ὅσο καί ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου θά ἔχει τό ἴδιο ὄνομα: «Κωνσταντῖνος».
Πρός τό βράδυ δέ τῆς ἰδίας ἡμέρας, ἔλαβε ἐπιπροσθέτως χώρα καί κάτι ἄλλο ἀκόμα, ἀλλά ἐπίσης ἔτι πιό περίεργο ὡς γεγονός. Στήν ἀρχή φάνηκε κάτι ὡς ἕνα μυστήριο φῶς νά περιλούζει ὁλόκληρη τήν Πόλη. Κάτι, δηλαδή, σάν ὁ ἐχθρός νά ἔκαιγε ὡς διά ἐμπρησμοῦ νοερά τή Βασιλεύουσα. Τό πρωτόγνωρο αὐτό φῶς ἐπικεντρώθηκε, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀκριβῶς πάνω ἀπό τόν τροῦλο τῆς εὐλογημένης Ἁγιά-Σοφιᾶς. Ἐπακριβῶς πάνω στό ὑπέρ-αἰώνιο Ὀρθόδοξο σύμβολο τῆς οἰκουμένης, ἀνά τούς αἰῶνες.
Ὁ αὐτόπτης μάρτυς Νέστωρ Ἰσκαντέρ περιέγραψε γραπτῶς τό τί ἀκριβῶς ὁ ἴδιος εἶδε: «στήν κορυφή τοῦ παραθύρου μία μεγάλη φλόγα ἔβγαινε πρός τά ἔξω, πού περικύκλωσε τόν τροῦλο τῆς ἐκκλησίας γιά ἀρκετή ὥρα.. Ἀμέσως πέταξε στόν οὐρανό. Αὐτοί πού τό εἶδαν, μούδιασαν καί ἄρχισαν νά θρηνοῦν καί νά κραυγάζουν στά ἑλληνικά: ”Κύριε ἐλέησον!”. Τό φῶς τό ἴδιο ἀνῆλθε στόν οὐρανό». Γιά τούς ὀρθοδόξους πιστούς ἦταν πιά ξεκάθαρο ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός ἐγκαταλείπει τήν Πόλη. Ὅτι ὁ Θεός παίρνει πιά τή Θεία Του Χάρη ἀπό τή Βασιλεύουσα.
Ἤ, ὅπως, ἐπίσης, καί «τό φῶς τό ἐξ οὐρανοῦ», πού τό ἀναφέρει εἰσέτι καί ὁ ἱστορικός καί αὐτόπτης μάρτυς Φραντζῆς: «Φῶς ἀστράπτον, γράφει, καταβαῖνον ἐξ οὐρανοῦ καί δι’ ὅλης τῆς νυκτός ἔσκεπεν αὐτῆς». Τό διαφορετικό αὐτό φῶς φάνηκε γιά πρώτη φορά τή Μεγάλη Παρασκευή, στίς 30 Μαρτίου, κατά τή λιτάνευση τοῦ ἐπιταφίου. Τήν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ στρατιά τοῦ Μωάμεθ εἶχε πλησιάσει ἤδη στούς γύρω λόφους, πίσω ἀπό τό Βόσπορο καί μέρος της προχωροῦσε καί πρός τή θρακική πεδιάδα. Τό ἄγνωστο, οὐράνιο καί ἀνερμήνευτο αὐτό φῶς ἅπλωσε τή λάμψη του πάνω στή Βασιλεύουσα, σάν κάπως νά τή σκέπαζε. Ὕστερα τό φῶς αὐτό στάθηκε ἀκριβῶς πάνω ἀπό τήν Ἁγιά-Σοφιά. Καθ’ ὅλη τή νύχτα.
Καί μάλιστα, τό πρωτόγνωρο αὐτό γεγονός συνέχισε ὅλες τίς ἑπόμενες ἡμέρες τῆς πολιορκίας. Ἕως τίς 26 Μαΐου. Ἡμέρα Σάββατο. Τό ἐπουράνιο αὐτό φῶς κατέβηκε καί πάλι τήν ἴδια ὥρα καί στάθηκε πάνω ἀπό τήν Πόλη καί πάνω ἀπό τήν Ἁγιά-Σοφιά καί ὕστερα διασκορπίστηκε ἀργά. Καί μετά χάθηκε. Καί τότε!, σκότος μέγα κάλυψε τά πάντα. Καί παντοῦ. Καί τρόμος μέγας ξεχείλισε μέσα σέ ὅλες τίς ψυχές τῶν Ρωμηῶν. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Πόλης ἔνοιωσαν μέσα τους βαθιά σάν κάτι τό πρωτόγνωρο νά ἔφτανε πρός ὅλους αὐτούς, ἀπό τή μεγάλη καί ἐπερχόμενη ὀργή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ὥρα νά πληρώσουν τή γενική ἀποστασία τους ἀπό τό Θεό εἶχε πλησιάσει καί ἦταν πιά τόσο κοντά. Καί ὅλοι τους τό διαισθάνονταν μέσα στήν ψυχή τους, ἀναλόγως μέ τήν πίστη τους.
Στό ἄλλο στρατόπεδο, τή νύχτα ἐκείνη καί πρίν διασκορπιστεῖ καί χαθεῖ τό ἄγνωστο αὐτό καί ὑπερκόσμιο φῶς, ὁ Μωάμεθ ὁ Β’ εἶχε σχεδόν ἤδη λάβει τήν ἀπόφασή του νά λύσει τήν πολιορκία τῆς Πόλης καί νά φύγει. Ὁ κύριος λόγος: ἐπί πενήντα τρεῖς ἡμέρες σκληρῶν κινητοποιήσεων καί ἀγώνων, μέ τίποτα δέν μπόρεσε ὁ στρατός του νά κάμψει τούς ὑπερασπιστές τῆς Βασιλεύουσας. Μέ ἄλλα, λόγια, ὁ Μωάμεθ δέν ἔβλεπε νά κάμπτονται οἱ κάτοικοι τῆς Θεοφύλακτης καί σκεπτόταν πλέον πολύ σοβαρά νά προβεῖ σέ μία τακτική ὑποχώρηση καί χρονική ἀνάπαυλα, γιά τόν ἐπίσης ταλαιπωρημένο στρατό του.
Ἡ ἀλήθεια βεβαίως εἶναι ὅτι ὁ Μωάμεθ κύρια καί πάνω ἀπ’ ὅλα φοβόταν αὐτό τό ἀνεξήγητο καί ὑπέρλαμπρο φῶς. Φοβόταν δηλαδή τό θαῦμα. Φοβόταν μέ ἄλλα λόγια τό Θεό τῶν Ἑλληνο-Ρωμηῶν. Τόν Ἕναν καί ζῶντα Θεό! Μάλιστα δέ, τό βράδυ τῆς 26ης Μαΐου ὁ Σουλτάνος εἶχε καλέσει καί ὅλους τούς προφῆτες του, ὥστε νά τοῦ δώσουν κάποια σχετική ἐξήγηση ἀναφορικά μέ τό τί σημαίνει αὐτό τό πρωτόφαντο καί ἄγνωστο φῶς. Ὅπως γράφει κατά λέξη ὁ Γεώργιος Φραντζῆς, ὁ Μωάμεθ σκεφτόταν: «Ἐπί τήν αὔριον ἐγερθῆναι καί τήν πολιορκίαν λύσαι».
Ὡστόσο, ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ἔπαιρναν τήν ἀπόφαση νά λύσουν τήν πολιορκία καί νά ἀποχωρήσουν, κοιτάζουν πρός τόν οὐρανό καί τό ἐν λόγω ἐπουράνιο φῶς διασκορπίζονταν. Ἀργά-ἀργά χάνονταν. Καί σκότος κάλυπτε σιγά-σιγά τήν Πόλη. Ὅταν ὁ Μωάμεθ εἶδε ἐκείνη τήν ὥρα τό φῶς νά χάνεται, ἀποφάσισε πάραυτα νά συνεχίσει μέ δριμύτερο τρόπο καί ἔνταση τήν πολιορκία. Ἀκολούθησε ὁ ἴδιος τό θεϊκό σημάδι στή «χάση» του. «Διάβασε» ὁ ἴδιος σωστά ὅτι τό χάσιμο τοῦ ἀπερίγραπτου φωτός ἐπάνω ἀπό τήν Πόλη, ἰσοδυναμοῦσε μέ ἄρση τῆς Θείας Χάριτος πρός τούς Ρωμηούς καί τά ἐδάφη τους.
Τό βράδυ τῆς Δευτέρας 28 Μαΐου, ὅπως ἦταν φυσικό καί διηγεῖται ὁ Φραντζῆς, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἦταν ὁ πρωταγωνιστής τῶν τελευταίων, συγκινητικῶν καί κρίσιμων σκηνῶν πού ἐλάμβαναν χώρα στή Θεοφύλακτη. Ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Πόλης, οἱ φωνές καί οἱ ἀλαλαγμοί τῶν ἀπίστων, ὅμοιες μέ βουητό τρικυμισμένης ἤ μανιασμένης θάλασσας, ἔδιναν πιά στούς πολιορκημένους νά καταλάβουν ὅτι ἡ γενική ἐπίθεση θά γινόταν τήν ἑπόμενη μέρα. Μέ προτροπή τοῦ Αὐτοκράτορα, ἱερωμένοι, κρατώντας σταυρούς, εἰκόνες καί λάβαρα, ὁδήγησαν τά γυναικόπαιδα σέ μία ἀκόμη λιτανεία ὁλόγυρα στά τείχη, παρακαλώντας ὅλοι τους τόν Τριαδικό Θεό νά μήν τούς παραδώσει στά ἐχθρικά χέρια.
Ὁ Παλαιολόγος σύναξε ἐπιπροσθέτως τούς ἄρχοντας, τούς δημάρχους, τούς ἑκατόνταρχους, τούς προκρίτους, τούς στρατιῶτες καί τό λαό καί τέλεσε καί αὐτός μυστήριο. Θεία Ἀκολουθία. Τότε ὁ ἴδιος, μέ λόγια σεμνά, γεμάτα ταπεινοσύνη, ἀπευθύνθηκε στούς συστρατιῶτες του καί, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, τούς εἶπε καί τά ἀκόλουθα λόγια: «Γνωρίζετε πολύ καλά ἀδελφοί μου ὅτι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι γιά τέσσερα πράγματα νά πολεμήσουμε μέχρι θανάτου: πρῶτο, γιά τήν πίστη καί τή θρησκεία μας, δεύτερο γιά τήν πατρίδα μας, τρίτο γιά τό βασιλέα μας, τόν ἀντιπρόσωπο τοῦ Κυρίου, καί τέταρτο γιά τούς συγγενεῖς καί φίλους μας. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐάν ὀφείλουμε νά ἀγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου γιά ἕνα ἀπό αὐτά τά τέσσερα ἰδανικά, πρέπει νά εἴμαστε πολύ περισσότερο πρόθυμοι νά δώσουμε τή ζωή μας καί γιά τά τέσσερα μαζί». Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἡ Ρωμανία πᾶρθεν! Τό ἡμερολόγιο ἔγραφε: Τρίτη, 29 Μαΐου 1453.
Τό παραδοσιακό Ποντιακό τραγούδι-θρῆνος μοιρολογεῖ, ἀναφέρει, ἀλλά! καί συνάμα προφητεύει!:
Ν’ ἀϊλί ἐμᾶς καί βάι ἐμᾶς
οἱ Τούρκι τήν Πόλ’ ἐπαίραν
ἐπαίραν τό βασιλοσκάμ’
κι ἐλάεν ἡ Ἀφεντία.
Μοιρολογοῦν τά ἐκκλησιᾶς
κλαῖγνε τά μοναστήρα
κι ὁ Αϊ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον
κλαίει καί δερνοκοπᾶται
Μή κλαῖς, μή κλαῖς, Ἁγιάννε μου
καί μή δερνοκοπᾶσαι
ἡ Ρωμανία ’περασεν
ἡ Ρωμανία ’πᾶρθεν
Ἡ Ρωμανία κι ἄν ’περασεν
ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο.
Ὡστόσο, διαβάζοντας ἀναδρομικά τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἡ ἱστορική πραγματικότητα δείχνει ὅτι τό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ θεοφύλακτη νά τουρκέψει. Τήν ὑποδούλωση αὐτή τῶν Ρωμηῶν στούς Τούρκους τή θρηνολόγησε ὁ Ὀρθόδοξος λαός καί μέ ἄλλα ἀκόμη δημοτικά τραγούδια. Ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης ἔγινε μέγιστο καί διαχρονικό σύμβολο ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Ἅλωση ἔγινε ἱστορικός σταθμός τῆς οἰκουμένης. Ἔγινε κεντρικό σημεῖο ἀναφορᾶς γενεῶν καί γενεῶν. Μία ἀνοιχτή ἱστορική πληγή τήν ὁποία ὁ Πανάγαθος Θεός θά ἰάσει καί θά εὐλογήσει μέ τόν ἐρχομό τοῦ πολύ-προφητευμένου, ἀπό πολλούς Ἁγίους μας, Βασιλιά Ἰωάννη.
Τό Γένος μας ἔζησε σέ ἐκείνη τήν περίσταση τή δική του Μεγάλη Ἑβδομάδα. Τά δικά του πάθη. Τήν Ἅλωση τῆς ψυχῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός ἔζησε τότες τή δική του Μεγάλη Παρασκευή καί τή δική του Σταύρωση. Ἔζησε τήν ὁμαδική εἰς Ἅδου κάθοδό του: «πάψετε τό χερουβικό κι ἄς χαμηλώσουν τ’ Ἅγια, γιατί ’ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νά τουρκέψει». Ἀλλά, ὅμως, τή Μεγάλη Παρασκευή τήν ἀκολουθεῖ πάντοτε ἡ Ἀνάσταση. Γι’ αὐτό θά συνεχίσει ὁ ποιητής μέ τόν ὑπεραιώνιο, ἐλπιδοφόρο καί ἀναστάσιμο τόνο, μεταφέροντας ὁ ἴδιος καί τό μελλοντικό Ἀναστάσιμο μήνυμα σέ ὁλόκληρο τό Ρωμαίϊκο: «πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δικά μας θά ’ναι». Οι στίχοι αὐτοί μᾶς ὑπενθυμίζουν τόν σχετικό ὕμνο πού ψάλλεται κατά τό Μέγα Σάββατο: «σιγησάτω πάσα σάρξ βροτεία».
Ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος λαός ἀνεβαίνει, ἐπί αἰῶνες τώρα, τό δικό του Γολγοθά καί ὑφίσταται συνολικά τήν ἀνάλογη ὀδύνη καί πάθος. Πονοῦμε ὅλοι οἱ σημερινοί Ρωμηοί γι’ αὐτήν τήν ἀνείπωτη καί τρομερή θλίψη πού ἔζησαν τότε οἱ πρόγονοί μας. Θλιβόμεθα ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι, βαθιά μέσα μας, ἔτσι ὅπως ἐθλίβει καί τότε ὁλόκληρο τό προγονικό Ρωμαίϊκο Γένος μας. Ὁ Ρωμηός Φώτης Κόντογλου, γιά παράδειγμα, στό Θρηνητικό Συναξάρι περιγράφει ὡς ἑξῆς τό ἐν λόγω πάθος τοῦ Ἑλληνορθόδοξου Γένους μας: «Μεγάλη Ἑβδομάδα γίνηκε ἡ ζωή μας, τό Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου’ γίνηκε τό τραγούδι μας, ὁ Χριστός νεκρός, σταυρό-χεριασμένος μέσα στό μνῆμα του, αὐτό γίνηκε τό εἰκόνισμά μας».
Θλιβόμαστε δέ, ἔτι περαιτέρω, καί γιά τήν ἀνείπωτα μεγάλη καί μακροχρόνια δοκιμασία τοῦ Γένους μας, γιατί πολλές ρωμαίϊκες τότε ψυχές, ἀστήρικτες στήν πίστη καί στόν Ἕναν καί ζωντανό θεό, δέν τά κατάφεραν καί δέν ἄντεξαν μέχρι τέλους. Καί λύγισαν. Καί, δυστυχῶς, στή συνέχεια ἐγκατέλειψαν τόσο τή χριστιανική ζωή ὅσο καί τήν ἴδια τήν πίστη τους. Καί χάθηκαν. Καί κολάσθηκαν. Ὑπάρχουν πολλά παραδείγματα ἄτυχων καί ἀδύναμων προγόνων μας πού, δυστυχῶς, τούρκεψαν, ἀλλαξοπίστησαν, ἔγιναν ἐξωμότες καί ἔζησαν μόνον καί μόνον γιά τά εὐχάριστα καί τίς τέρψεις τοῦ παρόντος κόσμου, μέ τίς πολλές ὑλικές καί σωματικές ἀπολαύσεις.
Ἐπιπροσθέτως δέ, εἶναι χαρακτηριστικό τό γεγονός ὅτι, πέραν ὅλων ὅσων ἤδη προαναφέρθηκαν, τά ἴδια περίπου συναισθήματα, οἱ ἴδιες θλίψεις ἤ καί ἀνάλογοι θρῆνοι κυριαρχοῦν, περί τό ἔτος 1453, καί ἐκτός τῶν τειχῶν τῆς ἀλωθείσας τότε Βασιλεύουσας Πόλης. Βλέπετε ὅτι οἱ Ἕλληνες θρηνοῦσαν τό ἴδιο ὅπου καί αὐτοί νά ζοῦσαν, ἐντός ἤ ἐκτός τῆς Πόλης. Γιά παράδειγμα, ὁ Ἅγιος Συμεών, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, θλίβεται, θρηνεῖ καί πονᾶ καί αὐτός γιά τήν πτώση τῶν Χριστιανῶν καί τῆς δικῆς του ἐπίσης ἐπαρχίας. Τό γραπτά λόγια του εἶναι ἄκρως ἐνδεικτικά τῆς καταστάσεως πού ἀκολούθησε καί στό δικό του τόπο, μετά τήν Ἅλωση τῆς Πόλης.
Γράφει ὁ Ἅγιος Συμεών: «Ποῦ εἶναι σήμερα ἕνας ζηλωτής τῆς εὐσεβείας; Ποῦ εἶναι ἕνας νά ποθεῖ νά κακοπαθήσει γιά τήν (Ὀρθόδοξο) πίστη; Ποῦ εἶναι ἕνας νά βδελύσσεται τά ἔργα τῶν ἀπίστων; Δέν ὑπάρχει κανείς. Ὅλοι σχεδόν δείχνουν ζῆλο γιά τήν ζωή τῶν ἀπίστων. Τίς ἐναγεῖς πράξεις τους τίς θεωροῦν ἀγαθές, θαυμάζουν καί ποθοῦν τόν πλοῦτο, ἐπαινοῦν καί ἐπιζητοῦν τήν πρόσκαιρη τρυφή πού ἀποπνέει δυσωδία καί ἐκπηγάζει σκώληκες. Καί χάριν αὐτῆς τῆς τρυφῆς προδίδουν, ἀλλοίμονο καί τούς Χριστιανούς στούς ἀπίστους καί τά χριστιανικά πράγματα… Ἀλλά καί πολλοί ἀνόητοι, μέ τόν παραμικρό πειρασμό… γίνονται ἀποστᾶται καί ἀρνηταί τοῦ Θεοῦ καί συναριθμοῦν οἱ ταλαίπωροι τούς ἑαυτούς των μέ τούς ἀσεβεῖς… Ποιός νά μή θρηνήσει γι’ αὐτά; Ποιός, ἔστω κι ἄν ἔκλαιγε σ’ ὅλη του τή ζωή, θά πενθοῦσε γι’ αὐτούς ἀρκετά; Γι’ αὐτούς πού χάθηκαν, γιά τούς ὑβριστάς τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτούς πού ὑποδουλώθηκαν στούς δαίμονες γιά τήν πρόσκαιρη ζωή, γιά τήν φθαρτή ἡδονή, γιά τήν ἄθεη καί ρυπαρή ζωή;».
Τά χρόνια πού ἀκολούθησαν τό ἔτος 1453, ἦταν χρόνια σκλαβιᾶς, ὀδύνης, καί κοινωνικοῦ δράματος. Ἡ Τουρκοκρατία ἀποτέλεσε μία τεράστια καί ἀπερίγραπτη δοκιμασία τόσο τῶν Ἑλληνο-Ρωμηῶν ὅσο καί τῆς Ρωμηοσύνης, γιά πάνω ἀπό τέσσερις αἰῶνες. Πρέπει νά παρατηρήσουμε, ὡστόσο, ὅτι κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰῶνος, πέραν τῶν κατακτητῶν Τούρκων, ἡ σκλαβωμένη Ρωμανία ἀρχίζει σιγά-σιγά νά βιώνει καί νά ἐπηρεάζεται ἀπό τά πρῶτα σημάδια καί τίς πρῶτες ἰδέες τοῦ Γαλλικοῦ τότε πνεύματος. Λόγου χάρη, οἱ τότε κύκλοι τῶν Γάλλων Διαφωτιστῶν καλλιεργοῦν συστηματικῶς τόσο τήν ἰδέα τοῦ κράτους-ἔθνους ὅσο ἐπίσης καί τοῦ ἐθνισμοῦ γενικότερα. Γεγονός πού θά ἐπηρεάσει σημαντικά, στή συνέχεια, καί τήν Ἑλληνική πραγματικότητα τῆς τότε ἐποχῆς, ὅπως αὐτή ἐκφραζόταν ἀπό τή Ρωμαίϊκη Ἐθναρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔκτοτε, μέσα στίς ἑπόμενες δεκαετίες, διαχρονικά καί «ὑποστρωματικά», ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας λίγο-λίγο μεταστοιχειωνόταν καί ἀπό πολυεθνική ἑνότητα γινόταν ὅλο καί περισσότερο πιό ἐθνική ὀντότητα. Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ξεχνιόταν λίγο-λίγο ἡ πρότερη Ρωμαίϊκη Παγγένεια καί ἀναδυόταν σιγά-σιγά ἡ ἰδέα καί ἡ ἔννοια τοῦ «ὁμαδοποιημένου» Ἑλληνικοῦ κράτους-ἔθνους. Τό πάλαι ποτέ «σύνολο καί ἑνότητα» μετατρεπόταν τώρα σέ «μονάδα καί διαφορετικότητα». Ἀπόρροια κυρίως τῶν Γαλλικῶν διαφωτιστικῶν ἐπιδράσεων, οἱ ἄλλοτε «Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ρωμανίας», σύν τῷ χρόνω, χαλάρωναν ὡς ὑπέρ-τοπική καί ὡς ὑπέρ-ἐθνική ἔννοια καί ὕπαρξη καί «κινοῦνταν», πιά, πρός τή διαχρονική αὐτό-χαλάρωση καί, ἄρα πρός τήν αὐτό-διάλυσή τους.
Ὅπως ἦταν φυσικό, κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια χανόταν μέσα στόν χρόνο τόσο οἱ σύνθετες ἐθνοτικές ἀλήθειες ὅσο καί οἱ ἀντίστοιχες κοινωνικές πραγματικότητες τῆς τότε ἐποχῆς. Ὀρθότητες ἤ γεγονότα πού περιγράφονταν μέσα σέ διάφορες δεικτικές τοποθετήσεις καί γραφές, ὅπως εἶναι, γιά παράδειγμα, καί ἡ ἀκόλουθη ἱστόρηση, καθώς αὐτή διατυπώθηκε κατά λέξη, τό ἔτος 1716, ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς τότε ἐποχῆς: «…πάλαι μέν Ἑλλήνων, νῦν δέ Γραικῶν καί Νέων Ρωμαίων, διά τήν Νέαν Ρώμην καλουμένων». Πολύ ἁπλά: ἐνῶ ἐπί Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας τά ὀνόματα «Ἕλλην» καί «Ρωμαῖος ἤ Ρωμηός» ἦταν συνώνυμα, ἐν τούτοις, μετά τά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα, οἱ δύο αὐτές λέξεις καί ἔννοιες ἄρχισαν νά διακρίνονται καί νά νοηματοδοτοῦνται διαφορετικά ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη.
Εἶναι πλέον βέβαιο, ὅτι ἦταν κυρίως ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση πού παρέσυρε καί ἀλλοίωσε, ἀνά τούς αἰῶνες, τόν ὑπερεθνικό καί κοινωνικό ἱστό τῆς παλαιᾶς Ρωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Σᾶς ὑπενθυμίζω ὅτι ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση τοῦ 18ου αἰώνα ἔφερε, σύν τῷ χρόνω, τό «πέρασμα» ἀπό τόν παλαιό φεουδαρχικό στό νέο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγῆς, διαμέσου κυρίως τῆς μισθωτῆς ἐργασίας. Οἱ φεουδάρχες ἀστικοποιήθηκαν διαχρονικῶς καί, ὡς ἐκ τούτου, εἴχαμε μία φανερή μετάβαση ἀπό τήν παλαιά ἀρχή τῆς καταγωγῆς (τίτλοι τιμῆς, κλπ) στή νέα ἀρχή τῆς οἰκονομικῆς βάσης καί δεδομένων (πλοῦτος καί ἀγορές). Οἱ παλαιοί φεουδάρχες γινόταν κεφαλαιοκράτες καί ἐργοστασιάρχες.
Πιά, ὁ κάποτε μεγαλο-ἀστός μέ τά ἀντίστοιχα φέουδά του καί τούς τίτλους τιμῆς πού ἔφερε στίς περισσότερες περιπτώσεις, σιγά-σιγά μεταστοιχειωνόταν πλέον σέ ἕναν ἐξέχοντα μεγάλο-κεφαλαιοῦχο. Σέ μεγάλο-ἔχοντα καί μεγάλο-κατέχοντα. Ἡ ἀριστοκρατία τῶν κάποτε εὐγενῶν ἔδινε, τοιουτοτρόπως, τή θέση της στή νέα ἀριστοκρατία τῶν πλουσίων. Πλέον εἶναι ἱστορικό γεγονός: ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση φέρνει μία κοινωνική ἀντιστροφή στήν ἐπικρατοῦσα τότε κοινωνική πυραμίδα καί ἱεραρχία, κάνοντας πιά τό λαό τόν κύριο πρωταγωνιστή στήν κοινωνία καί τήν ἱστορία. Διαχρονικά, δηλαδή, ὁλάκερος ὁ κοινωνικός ἱστός ἄλλαξε.
Ἔκτοτε, τό μετέπειτα ἰδεολογικό οἰκοδόμημα ἄλλαξε. Ἡ μετέπειτα ἱστορική πορεία καί διαδρομή ἄλλαξε. Τό παλαιό πολίτευμα ἐπίσης, καί αὐτό ἄλλαξε. Ὅλα αὐτά μαζί ἐπέφεραν δύο ἀκόμη γιγαντιαῖες καί εἰδικότερες μεταβολές στή Γαλλική κοινωνία: ἡ πρώτη ἦταν ἡ ἄρνηση καί ἡ πτώση τῶν θεμελίων τῆς Χριστιανοσύνης καί ἡ δεύτερη ἦταν ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς δημόσιας ζωῆς. Ἔχοντας ὑπέρ-αἰώνιο, ἀόρατο καί δυσῶδες σχέδιο, οἱ Γάλλοι ἐπαναστάτες Ἰακωβίνοι μεταστοιχείωσαν, διά τῶν ἰδεῶν καί διά τῶν ὅπλων, ὁλόκληρη τήν κοινωνική πραγματικότητά τῆς τότε ἐποχῆς. Ὅλα αὐτά, «μεταγγιζόμενα» πρός Ἀνατολάς, μετουσίωναν διαχρονικῶς καί τήν καθ’ ἡμᾶς καί σκλαβωμένη τότε Ρωμανία.
Εἰδικότερα δέ, κοιτάζοντας ἀναδρομικῶς ὅλες αὐτές τίς ἀλλαγές στή Γαλλία μέ τούς φακούς τῶν Ρωμηῶν καί διαμέσου τῶν αἰώνων, φέρνουμε πολύ εὔκολα στό νοῦ μας καί τή μετά-Καρλομάγνεια τότε ἐποχή. Μετά τό ἔτος 800 μ.Χ. ὅπου, μετά τήν κατάληψη καί τήν ὑποταγή τῆς Δυτικῆς Ρωμανίας τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Κωνσταντίνου στά Φράγκο-Γερμανικά φύλα, διαμορφωνόταν, στή συνέχεια, μία ὄντως μακρόσυρτη καί τιτάνια διαδικασία πολλῶν μεταβολῶν καί μεταμορφώσεων. Μία σειρά ἀλλοιώσεων καί τροποποιήσεων, πού μετέτρεπαν διαχρονικά τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Μία καί Ἁγία Ἐκκλησία, σέ μία ἀκόμη κοσμική καί παπική νέο-δοξασία, μέ θρησκειοποίηση τῆς πίστης καί χωρίς τήν Τριαδική Ἐκκλησία.
Ἡ πρώτη στή σειρά καί σημαντική ἀλλοίωση καί μετάπτωση στή παπο-Δύση ξεκίνησε, χρονικῶς, τόν 11ο αἰώνα. Καί αὐτό ἔλαβε χώρα, ὡς γεγονός, μέ τήν Ἅλωση τοῦ πρώτου Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου τῆς κάποτε «Ἑνωμένης Ρωμανίας», τό 1046 μ.Χ. Ἐπίσης, τό περίφημο Σχίσμα ἔλαβε χώρα 8 ἔτη ἀργότερα, τό ἔτος 1054. Πιά, ἔκτοτε, στή Δυτική Ρωμανία ὁ ἄλλοτε Πατριάρχης τῆς παλαιᾶς καί Ὀρθόδοξης Ρώμης «ἔγινε» πλέον Φράγκος Πάπας. Ἔγινε δηλαδή, ἀπό Ρωμηός καί Ὀρθόδοξος, Λατινο-Γερμανό-Φράγκος.
Δυστυχῶς. Πολύ δυστυχῶς. Τί μεγάλο κρίμα καί τί μεγάλη κακοτυχία γιά τήν Εὐρώπη/Δύση! Ἀφοῦ ἔφυγε ἔκτοτε ὁ πραγματικός Τριαδικός Θεός καί στή θέση του τοποθετήθηκε, ἔτσι ἀπό μόνος του καί μέ τό ἔτσι θέλω, ὁ «ἄνθρωπος-αὐτό-θεός», πού συναρτᾶται μέ τόν ἑκάστοτε ὑπηρετοῦντα Πάπα τῆς παλαιᾶς Ρώμης. Σήμερα στό τωρινό Βατικανό. Καί ἔτσι, δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσης ἔφυγαν πιά ἀπό τόν Ἕναν καί Ζῶντα Τριαδικό Θεό καί ὁδηγήθηκαν, χωρίς συγκατάθεση καί σχεδόν τυφλά, στόν ἕναν, νεκρό καί ἑκάστοτε-θεό ἄνθρωπο-πάπα. Τόν πρόδρομο τοῦ Ἀντίχριστου, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἤ στό θηρίο τοῦ Ἀντιχρίστου πού θά ἐξέλθει ἀπό τήν εὐσέβεια –γῆ κατά τόν Ἄγιο Ἀναστάσιο τόν Γόρδιο!
Ἐκτός τούτων, πολλοί ἔχουν διατυπώσει τήν ἄποψη ὅτι ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση ἦταν ἐν μέρει καί μία ἐξέγερση τῶν ὑποδούλων Λατινο-Ρωμηῶν ἐναντίον τῶν Γερμανό-Φράγκων κατακτητῶν/φεουδαρχῶν. Ἡ Ἐπανάσταση τῶν Γάλλων ἦταν, μέ ἄλλα λόγια, μία ἐξέγερση κατά τῆς ἐκφραγκευμένης τότε Γερμανό-Εὐρώπης. Ἀντιδρώντας κατά τῶν Γερμανό-Φράγκων κατακτητῶν, οἱ κεφαλαιώδεις πράξεις καί ἐπιλογές τῶν Γάλλων ἐπαναστατῶν διέρχονταν μέσα ἀπό τρεῖς βασικούς ἱμάντες: Ὁ πρῶτος ἱμάντας ἦταν ὁ Διαφωτισμός. Ὁ δεύτερος ἱμάντας ἦταν ἡ Μεταρρύθμιση. Καί ὁ τρίτος ἱμάντας ἦταν ἡ Ἀναγέννηση. Μέ διαφορετικά λόγια δηλαδή, κατά τούς ἐπαναστάτες Γάλλους, χρειάζεται μία ἀρχική Διαφωτιστική πολιτικό-κοινωνική ἐπανάσταση πού, μέσω τῆς θρησκευτικό-ἐκκλησιαστικῆς Μεταρρύθμισης, θά ὁδηγήσει, ἐν τέλει, στή νέα Εὐρώπη τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς Ἀναγέννησης.
Φαίνεται καθαρά ὅτι τόσο ἡ Γαλλική ὅσο καί ἡ Ἑλληνική ἐπανάσταση, ἀργότερα, ἔγιναν κατά τῶν δύο κατακτητῶν τους. Οἱ μέν Γάλλοι κατά τῶν Γερμανό-Φράγκων, οἱ δέ Ἕλληνες κατά τῶν Τούρκων. Δυστυχῶς, γιά τή συνέχεια, ὁ Ναπολέων, πού ἦταν κατώτερος εὐγενής, μέ τό πραξικόπημά του, τήν 1η Νοεμβρίου 1799, κατέληξε νά γίνει τόσο ὁ ἐκτελεστής ὅσο ἐπίσης καί ὁ νεκροθάφτης τοῦ Ρωμαίϊκου τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Ναπολέων ἤθελε, σχεδίαζε καί ἐνήργησε, στρατηγικῶς, ὥστε νά ἐπιφέρει τόσο τό θάνατο ὅσο καί τήν πλήρη μετέπειτα ἐξαφάνιση τοῦ μισητοῦ καί Ὀρθόδοξου Ρωμαίϊκου (Ἀνατολῆς καί Δύσης). Θεωρώντας δέ ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ νέος «Καρλομάγνος», πού ὡς γνωστόν ἦταν ὁ χειρότερος ἐχθρός τῆς Ρωμηοσύνης ἀνά τούς αἰῶνες, καί ὄχι ἀντιστοίχως ὁ Βασιλιάς Λουδοβίκος, ἀγωνίσθηκε μέ κάθε μέσο καί τρόπο, ὥστε νά ἐπικρατήσει ἡ φραγκική του κοινωνική «τάξη».
Γενικότερα, ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση εἶχε τόσο ἀντιχριστιανικό χαρακτήρα ὅσο καί ἀντιεκκλησιαστικό. Ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπανάστασης τῶν Γάλλων φάνηκε καί τό ἀληθινό της πρόσωπο: πού ἤθελε τό πλῆρες ἰσοπέδωμα καί τήν ἀέναη ἐξαφάνιση τοῦ παλαιοῦ κόσμου. Τό παλαιό ἦταν ὁ Χριστιανισμός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό νέο καί ἐπερχόμενο ἦταν, τότε, ὁ τεκτονισμός: ἤ, δηλαδή, ἡ λατρεία τοῦ «Ὑπέρτατου Ὄντος». Τοῦ ἐκπεσόντος ἀγγέλου, τοῦ Ἑωσφόρου, τοῦ Σατανᾶ. Οἱ Γάλλοι ἐπαναστάτες-Ἰακωβίνοι ἦταν, μέ ἄπειρες καί ἀτράνταχτες ἀποδείξεις, τέκτονες, ὑπόδουλοι δηλαδή τοῦ Ἀντιδίκου.
Ὅλοι τους ἀκολουθοῦσαν τήν ἰδεολογική γραμμή καί τίς ἐπαναστατικές διδαχές τοῦ περίφημου, ἀνά τήν οἰκουμένη, ἀρχι-μασόνου Ροβεσπιέρου. Ὅλοι τους ἦταν ἐγνωσμένοι καί φανατικοί ἐχθροί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅλοι τους ἦταν ἐπιστήθιοι συνεργάτες καί μέ ὅρκο αὐτό-δοσμένοι φίλοι τοῦ Ἑωσφόρου/Σατανᾶ. Καί μέ ὅλα αὐτά τά ἑωσφορικά, δυστυχῶς, καί κάπως ἔτσι, φτάσαμε ἀπό τήν παλαιά καί φεουδαρχικοῦ τύπου λογιζόμενη ἐλευθερία, στήν καθαρά τεκτονική καί δῆθεν φιλανθρωπική δεσποτική ἐλευθερία τοῦ τρόμου καί τῆς «νέας καί μεγάλης ἀλήθειας» τοῦ ΜΑΤΣ. ΜΑΤΣ, ὡς ἀκροστιχίδα, σημαίνει Μεγάλος Ἀρχιτέκτονας Τοῦ Σύμπαντος ἤ, δηλαδή, ὁ ἐκπεσών Ἑωσφόρος ἤ Σατανᾶς. Ναί!, ἔτσι. Τόσο ἁπλά. Καί τόσο λυπηρά, γιά ὅλους τούς καθημερινούς ἀνθρώπους τῆς Δύσης.
Καί γι’ αὐτόν κυρίως τόν τεκτονο-λόγο, καθώς καί μέ τό ἀντίστοιχο προσκύνημα στόν Ἑωσφόρο, ἤδη ἀπό τό 1790 καί ἐντεῦθεν, ἡ Ἐθνοσυνέλευση τῶν Γάλλων: καταργεῖ τά μοναχικά τάγματα, κλείνει τίς θεολογικές σχολές, δημιουργεῖ τήν κομμούνα στή θέση τῆς κάποτε Μοναρχίας, δεσμεύει τά ἱερά σκεύη καί τίς περιουσίες τῆς ἐκκλησίας, ἀπαγορεύει τίς λιτανεῖες, ἀπαγορεύει τίς εἰκόνες στίς τελετές τῆς Ἐκκλησίας, λεηλατεῖ ναούς, καταργεῖ τίς Κυριακές, καταργεῖ τόν Τίμιο Σταυρό, ὡς δῆθεν μία κηλίδα ἐπάνω στά ἄμφια, ἐνῶ ἡ ὀργή τους φτάνει μέχρι καί στό σημεῖο νά μετατρέψει τούς Χριστιανικούς ναούς τοῦ Ἰησοῦ σέ παγανιστικούς «ναούς», ὅπως, λόγου χάρη, ἔγινε καί μέ τό ναό τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων, πού μετετράπη σέ ναό τῆς «Θεᾶς τῆς Λογικῆς». Ἐκεῖ, βλέπετε!, ὁδηγεῖ ὁ σκοταδιστικός «Διαφωτισμός» τῶν ἑωσφόρο-Τεκτόνων.
Γι’ αὐτό καί ὅλες οἱ πράξεις τῶν ἐπαναστατῶν-τεκτόνων ἐξηγοῦνται, ἐάν ἁπλῶς μποῦμε στόν κόπο καί ψάξουμε τό τί ὄντως πράγματι λαμβάνει χώρα, ἀλλά ἀθέατα. Κάτω ἀπό τή γῆ. Μακριά ἀπό τούς ἁγνούς, εὐγενεῖς, καλόπιστους καί ἀμέριμνους λοιπούς ἀνθρώπους. Μέσα στό σκοτάδι. Μακριά ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ Ἴδιος τό μοναδικό καί ἀληθινό Φῶς. Καί ἔτσι, μετέπειτα, ὅλα στή συνέχεια εἶναι, κατανοοῦνται, ἐξηγοῦνται καί ἑρμηνεύονται ἁπλά. Πολύ ἁπλά. Δέν χρειάζεται κάποιος σχετικός δείκτης εὐφυΐας, γιά νά καταλάβει εὔκολα ὁ καθένας μας ὅτι ἀπό τή μία πλευρά ὑπάρχει τό δίκαιο, τό φῶς, τό ἁγνό καί τό ἀνθρώπινο, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὑπάρχει τό ἄδικο, τό σκοτεινό, τό μιαρό καί τό δαιμονισμένο-νεκρό.
Οἱ μυστικές ἑταιρεῖες τῶν τεκτόνων, καί ὅλων τῶν σύν αὐτῶ καί ὁμοίων των, ἔκαναν καί κάνουν βλέπετε τά δικά τους «θαύματα». Ἀφοῦ ὁ ἐπαναστατικός τεκτονισμός ἤδη εἶχε καί ἔχει ἰσχυρές καί βαθιές χρονολογικές ρίζες. Ἤδη εἶχε γίνει ἰδιαιτέρως γνωστός ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα. Ἐπίσης, καί ἕνα ἀκόμη τρανταχτό καί χτυπητό παράδειγμα: ὁ μεγάλος Βολταῖρος καί ὅλα τά ἄλλα καί πολύ γνωστά ἀπό τό μάθημα τῆς ἱστορίας στελέχη τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης ἦταν ὅλοι τους ἐπίσης ὁρκισμένοι καί διακεκριμένοι τέκτονες. Ὁμοίως δέ, καί μέ πολλές καί ἁπτές ἀποδείξεις, καί ὁ ἴδιος ὁ Ναπολέων ἦταν καί αὐτός ἀποδεδειγμένα ἐγγεγραμμένος τέκτονας στή Λέσχη τῶν Ἰακωβίνων. Μετά βεβαιότητος, πλέον, γράφουμε καί τό ἑπόμενο σχόλιο: ὅλα πιά ἁπλοποιήθηκαν τόσο στό νοῦ σας ὅσο καί στό σύνθετο συλλογισμό σας.
Κατά συνέπεια, μέ τήν τεκτονο-Γαλλική Ἐπανάσταση, ἔγινε καί μία προσχεδιασμένη καί ὁλόκληρη στροφή τῶν πάντων πρός τήν ἀρχαία εἰδωλολατρία καί τοῦ ἐξωτερικοῦ ἤ δῆθεν Θεό-φιλανθρωπισμοῦ. Ὁ Τεκτονισμός, προγραμματισμένα καί συστηματικά αὐξάνει ἐπιπροσθέτως, μέ τά ἔμμισθα καί ἀκοίμητα ὄργανά του, τό φιλοδυτικό «ρεῦμα» καί στήν ὑπό πίεση καί καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. Κατά αὐτήν τήν ἔννοια καί πρακτική, διεμβολίζοντας καί μειώνοντας, δηλαδή, μέ σχέδιο οἱ Τέκτονες τήν ἐμπιστοσύνη στή δική μας Ρωμαίϊκη παράδοση καί ἡγεσία, ἀποδυνάμωναν διαχρονικά τόσο τήν παγγένειά μας ὅσο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐθναρχία μας.
Γι’ αὐτό τό λόγο καί σχεδόν ὅλοι οἱ Ἕλληνες-Ρωμηοί προπάτορές μας προτιμοῦσαν ἀνοιχτά τήν ὀθωμανική ὑποδούλωση ἀπό τήν ἀντίστοιχη Φραγκο-Δυτική: ἀφοῦ ἡ πρώτη δέν ἔβλαπτε τίς ρίζες τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν τῶν προγόνων μας οὔτε τόν πυρήνα τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας οὔτε τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας μας οὔτε ἐπίσης καί τό μέλλον τῆς Ρωμηοσύνης, ἐν ἀντιθέσει μέ τή δεύτερη. Καί ἔτσι, στή συνέχεια, μετά τό ἀτυχές 1922, καί τή μετέπειτα γνωστή σέ ὅλους μας Ἑλληνο-Ρωμαίϊκη ἱστορία μας, φτάσαμε αἰσίως καί στή σημερινή Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, πού ἱδρύθηκε τήν 1η Νοεμβρίου 1993.
Ἡ σημερινή καί ὄντως πιά Ἑνωμένη «ἀρχαία» Εὐρώπη, μετά τόν Καρλομάγνο (764-814), ἐκφραγκεύθηκε. Ἄλλαξε σύν τῷ χρόνω. Αὐτό φαίνεται ὁλοκάθαρα. Ἡ σημερινή Εὐρώπη εἶναι πιά, καί νομικά!, μία Φράγκο-Γερμανική Εὐρώπη. Δέν εἶναι ὡστόσο αὐτό πού ἡ ἴδια διακήρυττε: μία Εὐρώπη τῶν λαῶν. Ὄχι. Πλέον, μέσα σέ αὐτήν τή νέα ὑπέρ-ἐθνική εὐρωπαϊκή ὀντότητα, σιγά-σιγά καί ὑπόγεια λαμβάνει χώρα μία μακρόσυρτη νόθευση καί τοῦ δικοῦ μας Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ. Νόθευση διαμέσου τοῦ φανεροῦ καί ἄκρατου ἐκγερμανισμοῦ, πού μᾶς ἀπωθεῖ σταδιακά καί μᾶς τοποθετεῖ, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ὅλο καί πιό μακριά ἀπό τή γνήσια πατερική μας Ὀρθόδοξη παράδοση καί πολιτισμό.
Πιά, στίς μέρες μας, ὅλοι οἱ πραγματικοί καί Ὀρθόδοξοι πιστοί ζοῦν τόσο αὐτό τό κοινωνικό μαρτύριο ὅσο καί τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς φράγκο-σχολαστικῆς προσέγγισης καί σκέψης. Ὅλοι σήμερα οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί βλέπουν πεντακάθαρα, πιά, ὅτι ἡ πραγματική, ἀληθινή καί σωτηριολογική πίστη τους ἔγινε γιά τούς Φράγκο-Δυτικούς μία ἐξωτερική καί θρησκειοποιημένη πίστη. Γνωρίζοντας ἄριστα οἱ Ἑλληνο-Ρωμηοί ὅτι ὑπάρχει μία! καί μόνον Ἐκκλησία ἤ, δηλαδή, ἡ Ὀρθόδοξη καί Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, λυποῦνται ἀφάνταστα γιά τοῦ πού ἐν τέλει ὁδηγήθηκαν, ἀτυχέστατα, ὅλες οἱ ἄλλες ἰδιωτικές θρησκεῖες, οἱ μυστικές ἑταιρεῖες καί οἱ παρωχημένες λοιπές δοξασίες. Μέ πρῶτον φυσικά στή σειρά, τόν ἑκάστοτε καί ἄκρως δυστυχή Πάπα. Μεγάλο κρίμα δέ, γιά τούς τόσους καί τόσους ἀπονήρευτους καί τελοῦντες ἐν ἀγνοία πιστούς.
Καί εἶναι πιά αὐτή ἡ θρησκειοποίηση τῆς πίστης πού τσακίζει ὁλάκερα τήν κοινωνική σπονδυλική στήλη τῆς σημερινῆς Δυτικῆς κυρίως Εὐρώπης. Βλέπετε ἡ Παπική «ἐκκλησία» καινοτόμησε. Παρέκκλινε. Πρωτοτύπησε. Πῆρε τόν εὔκολο, τόν εὐχάριστο καί τόν πολλά ὑποσχόμενο δρόμο, αὐτόν τό δρόμο πού τάζει παντοῦ καί πολύ εὐχαρίστως ὁ Ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου. Καί τοιουτοτρόπως, ἡ Δύση ξέχασε τόν Χριστό. Καί στή θέση Του ἔβαλε πιά τόν χρυσό! Τό γράμμα «ταῦ», τοῦ Χριστοῦ μας, κατέπεσε καί ἐξαφανίστηκε. Τόσο γιά τόν ἀντίχριστο Πάπα ὅσο καί γιά τήν ὁμότροπη παρέα του. Καί αὐτό, γιά πάρα πολλούς αἰῶνες τώρα! Καί ἔτσι ἡ ἄτυχη Εὐρώπη κατέληξε καί ξέμεινε χωρίς Τόν Ἕναν καί Ἀληθινό Θεό! Καί αὐτό πλέον εἶναι καί τό Νό 1 πρόβλημα τῆς σημερινῆς Εὐρώπης.
Στό σημεῖο αὐτό θά ἐπιχειρήσουμε καί πάλι μία πολύ μικρή ἀνακεφαλαίωση. Εἴδαμε καί ἐξηγήσαμε ἀνωτέρω γιατί οἱ ἄθεοι Φράγκοι σκοπίμως ἔκαναν, ἔβλεπαν καί ὀνόμαζαν τήν ἐπίσημα αὐτό-ἀποκαλούμενη «Ρωμανία» ὡς τή: «Χώρα τῶν Γραικῶν». «Γραικία». Καί ὄχι ὅπως ἱστορικῶς καί νομίμως θά ἔπρεπε νά τήν ἀποκαλοῦν: «Χώρα τῶν Ρωμηῶν». «Ρωμανία». Ὅπως καί πάλι διασαφηνίσαμε ἀνωτέρω, οἱ Φράγκοι ποτέ τους δέν ἤθελαν νά ἀκοῦνε ἤ νά ὁμιλοῦν περί «Ρωμανίας», «Ρωμηῶν» καί «Ρωμαίϊκου». Ἀφοῦ, μεταξύ ὅλων τῶν ἄλλων, οἱ ἴδιοι διαρκῶς καί ἀδιαλείπτως ὀνειρεύονταν τή δημιουργία καί τήν ἐγκαθίδρυση τῆς λεγομένης «Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Γερμανίας».
Ἐξηγήσαμε, δεύτερον, γιατί οἱ Φράγκοι σκοπίμως ὀνόμασαν τήν ἐπισήμως αὐτό-ὀνομαζόμενη καί αὐτό-ἀποκαλούμενη Ρωμανία: Βυζάντιο. Ὅπως ἤδη γράψαμε, τό πραγματικό ὄνομα «Ρωμανία», καί κατ’ ἐπέκταση τό «Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας», δέν ταίριαζε στά ὕπουλα, δυσώδη καί καταχθόνια σχέδιά τους. Καί ὡς ἐκ τούτου, οἱ ἴδιοι θέλησαν νά τήν ὀνομάζουν ἤ νά τήν ἀναφέρουν ὡς «Βυζάντιο» καί ὄχι ὡς ἔδει «Ρωμανία». Πολύ ἁπλά, μέ τή χρήση τοῦ ὀνόματος «Βυζάντιο» οἱ Φράγκοι ἤθελαν νά πετύχουν τό ἱστορικό-γεωγραφικό «κόντεμα» τῆς Ρωμανίας.
Τέλος, ἐξηγήσαμε, τρίτον, καί τό ἑπόμενο γεγονός ἤ ὅτι γιά νά συμπληρώσουν τό «ψηφιδωτό» τῶν δολίων καί μακρόχρονων σχεδίων τους, οἱ Φράγκοι ἐπέτρεψαν τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 μόνον καί ἐφόσον ἐξαρχῆς ἐξασφάλισαν ὅτι θά τηρηθοῦν στό ἀκέραιο δύο δικές τους κεντρικές προϋποθέσεις. Πρῶτον, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐπαναστάτες ἀγωνίζονται γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ τῆς κλασικῆς Ἑλλάδος καί, δεύτερον, ὅτι οἱ ἴδιοι δέν ἔχουν, δέν ἀναφέρουν οὔτε ἀπεργάζονται σχέδια γιά τήν ἀναβίωση τῆς Ρωμανίας καί τοῦ Ρωμαίϊκου.
Ἱστορικά, αὐτό πού δέν κατάφεραν οἱ Φράγκοι τό 1204 καί οἱ Ὀθωμανοί τό 1453, θά τά ἔφεραν εἰς «αἴσιο πέρας» οἱ Ἕλληνες Ἐπαναστάτες τοῦ 1821. Βεβαίως, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι καί οἱ μετέπειτα πρόγονοί μας εἶχαν τή «μεγάλη ἰδέα» γιά τήν ἀνάσταση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας. Δηλαδή, νά πάρουν πίσω ξανά τή δική τους Ὀρθόδοξη Νέα Ρώμη Κωνσταντινούπολη καί ὄχι μόνο. Μέχρι τό 1922. Αὐτή ἡ μεγάλο-ἰδέα γιά τό «εὐρύτερο Ὀρθόδοξο γένος» ἦταν καί παρέμεινε ὡς ἡ μόνιμη, ἐν ἰσχύ καί ἄσβεστη Ρωμαίϊκη πεποίθηση καί σκοπός τῆς πάλε ποτέ Ἐθναρχίας τῶν Ρωμηῶν.
Ἀλλά προσέτι καί τό ἔτος 1922, οἱ Φράγκο-Παπο-Δυτικοί καί πάλι ἐνίσχυσαν μέ κάθε δυνατό τρόπο καί μέσο τούς ἄπιστους Τούρκους, ὁδηγώντας μας ὡς ἔθνος στή γνωστή καί τεράστια Μικρασιατική καταστροφή. Καί ἦταν τότε ἐπίσης, ὁ «ταπεινός, ὁ ἀλάθητος καί μέ τά πρωτεῖα» Δυτικός Πάπας αὐτός πού ἀπέστειλε πρῶτος, ἀκοῦστε!, «συγχαρητήριο τηλεγράφημα» στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ, τόν σφαγέα τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῶν ἄλλων Ἑλληνικῶν περιοχῶν.
Καί πῶς βεβαίως νά μήν ἔβλεπε τότε ὁ Πάπας μέ βδελυρό καί δολοφόνο μάτι τήν Ἑλλάδα καί τή Ρωμαίϊκη Ἐκκλησία, ἀφοῦ οἱ ὑπηρεσίες της στόν Ἑλληνισμό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦταν ἀσύλληπτα μεγάλες καί σημαντικές; Τό 1919 λ.χ. ὑπῆρχαν στήν Ἐθναρχία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας-Ρωμανίας: 698 Σχολές, 91.935 μαθητές καί 1.805 δάσκαλοι. Ἀκόμη στή Μικρά Ἀσία τῶν Ρωμηῶν ὑπῆρχαν ἐπίσης: 20 Νοσοκομεῖα, 2 Βρεφοκομεῖα, 2 Φρενοκομεῖα, 3 Γηροκομεῖα, 1 Ἄσυλο Ἀνιάτων, 1 Στέγη Συσσιτίου, 2 Λαϊκά Κέντρα, 19 Θρησκευτικές Ἀδελφότητες, 18 Γυμναστικοί Σύλλογοι, 88 Ὀργανώσεις Ἀμύνης, 21 Φιλαρμονικοί Σύλλογοι, 6 Ὀρφανοτροφεῖα, 3 Ἰδιωτικά Γυμνάσια, 4 Διδασκαλεῖα Ἀρρένων καί Θηλέων, 1 Ἐμπορική Σχολή, 225 Συντεχνίες, 209 Σύλλογοι καί Ἀδελφότητες, 27 Φιλόπτωχα Ταμεῖα, 19 Βιβλιοθῆκες καί Μουσεῖα, 2 Οἰκοτροφεῖα, 4 Γεωργικές Ἑνώσεις.
[Πηγή: https://www.tideon.org/index.php/2012]
Προσέτι δέ, φυσικά καί γνώριζε ἐπίσης ὁ ἄθεος Πάπας ὅτι ἡ Μικρά Ἀσία-Ρωμανία εἶχε τότε γιά πάνω ἀπό 22 αἰῶνες Ἑλληνορθόδοξες ρίζες. Τήν ἑλληνικότητά της τήν καταμαρτυροῦσαν τά διάσπαρτα ἐρείπια τῶν 356 Ἑλληνο-Ρωμαίϊκων Πόλεων. Τήν πιστοποιοῦσαν ἐπίσης καί οἱ περίπου 7.000 Ρωμαίϊκοι οἰκισμοί μέ τά Ἑλληνικά τους ὀνόματα. Τήν ἐπιβεβαίωναν παρομοίως καί οἱ 20 Ἱερές Μητροπόλεις της. Τήν ἐπικύρωναν προσέτι καί αἰωνίως οἱ Μαρτυρικοί θάνατοι τῶν ἐκεῖ ἱεραρχῶν καί Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: Χρυσόστομος Σμύρνης, Γρηγόριος Κυδωνιῶν, Ἀμβρόσιος Μοσχονησίων, Προκόπιος Ἰκονίου καί Εὐθύμιος Ζήλων. Τέλος, τήν Ἑλληνο-Ρωμανικότητά της τήν ἐπισφράγιζαν ἀκόμη καί οἱ λοιποί Μάρτυρες τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς: 347 κληρικοί, ἀπό τό σύνολο τῶν 459 ἱερέων καί διακόνων.
Μόνον ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἀκολούθησε καί συνιστοῦσε τήν ἀπελευθέρωση καί τή σταδιακή ἐνοποίηση τῶν ὑπολοίπων ἐπαρχιῶν τῆς παλαιᾶς Ρωμανίας στή μικρή γεωγραφικῶς Ἑλλάδα πού ὁ ἴδιος παρέλαβε. Ὁ γνήσιος Ἑλληνο-Ρωμηός Κυβερνήτης εἶχε στό νοῦ του τή βαθμιαία ἀναβίωση τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ φονευθείς Κυβερνήτης ἀκολουθοῦσε τό δικό του σχέδιο, πού στό τέλος ἔβλεπε τήν ἀναδημιουργία τῆς Νέο-Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας.
Τελικῶς, ὅμως, ὑπερίσχυσε ἡ Φράγκικη Δύση γιά τρίτη καί τελευταία φορά. Μία πολύ μικρή Ἑλλάδα εἶδε ἐν τέλει τό ὄνομά της γραμμένο στόν παγκόσμιο πολιτικό χάρτη, ἐνῶ καί μία σειρά ἀπό πολύ μικρά κράτη-προτεκτοράτα ἐνεφανίσθησαν στά κάποτε ἐδάφη τῆς παλαιᾶς Ρωμανίας. Μέ αὐτή τή μεθόδευση καί μέ αὐτόν τόν «τριπλό» ἄξονα ἤ τρόπο οἱ Φράγκοι διευθέτησαν τό «Ἀνατολικό Ζήτημα»: Βυζάντιο ἀντί Ρωμανίας, Γραικοί ἀντί Ρωμηῶν καί Γραικία ἀντί Ρωμανίας.
Μετά τά ἀνωτέρω, ἕνα εἶναι καί ἕνα παραμένει τό κεντρικό συμπέρασμα: οἱ Νεοέλληνες εἶναι καί πρέπει νά αἰσθάνονται «δύο φορές Ρωμηοί», τόσο ὡς γνήσιοι ἀπόγονοι-ἐγγόνια τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας ὅσο, ἐπίσης, καί ὡς γνήσιοι ἀπόγονοι-τέκνα τῶν μετέπειτα νεώτερων μεσαιωνικῶν Ἑλληνορθόδοξων Ρωμηῶν-Βυζαντινῶν τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας-Νέας Ρώμης. Δηλαδή, γνήσια παιδιά τῆς Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς καί τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Νέας Ρώμης.
Οἱ σημερινοί Νεοέλληνες πρέπει νά αἰσθάνονται, ὁμοίως, «δύο φορές» τήν ὕπαρξη καί τή πολύ βαθιά σημασία τῆς προγονικῆς μας Ἑλληνο-Ρωμηοσύνης, ἐάν ἔστω καί στιγμιαῖα ἀναλογισθοῦν τό ἀκόλουθο γεγονός, πού ἔλαβε χώρα τό 2012 στή Νεάπολη-Νάπολι τῆς Ἰταλίας. Σέ τελικό ἀγώνα ποδοσφαίρου, γιά τό κύπελλο τῆς Ἰταλίας καί μέ ἀντίπαλο τήν ὁμάδα τῆς Γιουβέντους, οἱ κάτοικοι τῆς Νεάπολης ἀποδοκίμασαν μέ ἄγριες φωνές, μέ γιουχαΐσματα καί μέ σφυρίγματα τή φιλοξενούμενη ὁμάδα.
Ἐνῶ, κρατώντας στά χέρια Ἑλληνικές σημαῖες, μέ τό ἄσπρο καί τό μπλέ χρῶμα, οἱ φίλαθλοι ρυθμικά ἐφώναζαν «Εἴμαστε Παρθενοπαῖοι!» (“Noi Siamo Partenopei”: ἀφοῦ ἡ πόλη τους ἦταν ἀποικία τῆς Παρθενόπης ἀπό τό 6ο αἰώνα π.Χ.). Τά δέ χρώματα τῆς ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας, ὅπως καί τῆς ὁμάδας Λάτσιο, εἶναι τά Ἑλληνικά χρώματα, λευκό καί γαλάζιο. Φυσικά, ὑπάρχουν καί ἄλλες ὁμάδες στή γειτονική Ἰταλία πού ἔχουν «Ρωμανική» βάση, ἱστορική διαδρομή καί χρώματα. Σύμφωνα δέ μέ τόν ἀείμνηστο καθηγητή π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, σήμερα ὑπάρχουν πάνω ἀπό 50 ἑκατ. Ρωμηοί τό γένος πού ζοῦν στά παλαιά γεωγραφικά ἐδάφη τῆς δοξασμένης Ρωμανίας, μέ πάρα πολλούς ἀπό αὐτούς νά διαμένουν στή σημερινή Νότια Ἰταλία (κυρίως κάτω ἀπό τή Ρώμη).
Ἐπίσης, εἶναι πολύ χαρακτηριστικό καί τό γεγονός ὅτι στή σημερινή Συρία καί στό σημερινό Λίβανο ζοῦν περισσότεροι ἀπό 150.000 Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ὀρθόδοξοι οἱ ὁποῖοι, λόγω τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί τῶν περιπετειῶν τους, ἔχουν γίνει ἀραβόφωνοι. Ἐν τούτοις, ὅμως, οἱ ἀδελφοί μας αὐτοί δηλώνουν αὐθόρμητα καί μέ ὑπερηφάνεια πώς εἶναι «Ρούμ Ὀρτοντόξ» καί ὄχι γενικῶς Σύριοι ἤ Λιβανέζοι. Θεωροῦν, δηλαδή, τούς ἑαυτούς τους ἀπόγονους τῶν κατακτηθέντων «Ρωμηῶν» τῆς Ρωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Δηλώνουν, δηλαδή, τήν παλαιά κρατική ταυτότητα καί τόν ὑπεραιώνιο πνευματικό χαρακτήρα τους, κάτι πού ἄμεσα ἐκφράζει καί τήν Ὀρθόδοξη πίστη τους. Εἶναι Ὀρθόδοξοι Ἀραβο-Ρωμηοί. Ἔτσι, καί σήμερα, οἱ ἴδιοι ἀπευθύνονται μέ ἰδιαίτερη συγκίνηση καί ἀδελφική ἀγάπη σέ ἕναν ξένο Ὀρθόδοξο (Ρωμηό), γιά νά δείξουν καί νά ἀποδείξουν καί τή βαθιά ἱστορική σχέση μαζί του.
Ἔπειτα ἀπό ὅλα ὅσα ἤδη προαναφέρθηκαν καί πρίν κλείσουμε τήν παροῦσα ἑνότητα, θά θέλαμε νά σᾶς ρωτήσουμε εὐθέως καί τά ἑξῆς, σέ σχέση μέ τήν ἔνδοξη ἱστορία τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου: Μήπως ἴσως ἀπορεῖτε, γιατί ποτέ!, μά ποτέ!, δέν ἔχει γυρισθεῖ κάποια κινηματογραφική ταινία γιά τά ὑπέρλαμπρα 1123 χρόνια τῆς Ρωμανικῆς αὐτοκρατορίας; Μήπως ἴσως ἀναρωτιέστε, γιατί ποτέ μας δέν εἴδαμε στήν ξένη τηλεόραση ἔργα ἤ σειρές γιά τήν ἐνδοξότατη ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας; Μήπως ἴσως αὐτό-ἐρωτᾶσθε, γιατί ποτέ δέν ἔχει γίνει κάποια ἀναφορά στό πιό μεγάλο, γεωγραφικῶς, τό πλέον φημισμένο καί τό πιό πλούσιο κράτος πού ὑπῆρξε ποτέ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία; Μήπως, τέλος, ἴσως σᾶς κίνησε τήν περιέργεια τό ἐνδιάθετο ἐρώτημα, γιατί ποτέ τό ἑωσφορικό Χόλυγουντ δέν ἔχει κάνει κάποια ἀναφορά ἤ παρουσίαση τῆς ἐκλαμπρότατης ἱστορίας τῶν Ἑλληνο-ρωμηῶν;
Ναί!, πολύ καλά καταλάβατε ἤ ἀπαντήσατε ὅλοι σας ἀπό μέσα σας! Ἡ ἑωσφόρο-παπικό-Δύση μισεῖ θανάσιμα τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, τήν Ὀρθοδοξία, καθώς καί τούς Ὀρθόδοξους Ἑλληνο-Ρωμηούς. Οἱ φανεροί καί εὐτυχισμένοι προσκυνητές τοῦ ἑωσφόρου, οἱ παπικοί, μισοῦν θανάσιμα καί αἰωνίως τήν Ἑλλάδα, λόγω τῆς ἀδιάλειπτης προσκόλλησής της στήν Ἁγία Τριάδα. Ἀλλά, δυστυχῶς, καί κάποιοι ντόπιοι Δυτικό-γραικίζοντες ἔφτασαν στό σημεῖο νά ἀντικαταστήσουν τήν ἔνδοξη ἱστορία τῆς ἐκλαμπρότατης Ρωμανίας-Βυζαντίου μέ τήν ἀντίστοιχη γενική ἱστορία τοῦ μεσαίωνα. Μάλιστα δέ, φτάνοντας μέχρι ἐκεῖνο τό σημεῖο, ὥστε σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ὁ ἀναγνώστης νά ἔχει ἤ νά νιώθει καί μία σχετική ἀποστροφή γιά τούς ὑπέρ-ἔνδοξους προγόνους του!
Ποῦ μπορεῖ νά βρεῖ κάποιος σήμερα τήν ἄρτια, τήν ὁλοκληρωμένη, τή δίκαιη καί τή σωστή πληροφόρηση, σέ σχέση μέ τήν πιό ἰσχυρή καί λαμπρή αὐτοκρατορία ὅλης τῆς οἰκουμένης σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη ἱστορία; Ποῦ παρακαλοῦμε γράφουν ἤ παρουσιάζουν, σέ πλήρη ἔκταση, τά σχολικά μας βιβλία τήν πιό σπουδαία, τήν πιό κραταιά, τήν πιό ἀκτινοβόλα καί τήν πιό μακραίωνη αὐτοκρατορία τῶν Ρωμηῶν προγόνων μας; Ποῦ βρίσκονται ἤ ποῦ εἶναι κρυμμένες ὅλες οἱ ἱστορικές ἀλήθειες καί ἡ διηγηματική πιστότητα γιά τή Ρωμανία ἐκ μέρους τῶν Φράγκων, πού ἐκείνη τήν ἐποχή ζοῦσαν μέσα σέ χειροποίητες καλύβες καί ἀχυρένια καταφύγια ἐνῶ, ἀντιστοίχως, οἱ Ρωμηοί τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ἔτρωγαν μέ χρυσά κουτάλια, γνώριζαν ἀπέξω τήν Ἰλιάδα καί εἶχαν μαρμάρινα καί πολυτελῆ λουτρά;
Ποῦ βρίσκονται καί μέ ποιό τρόπο ἀντιδροῦν οἱ σημερινοί Ἕλληνες σέ ὅλα αὐτά πού μᾶς σχεδίασαν, μᾶς ἔστησαν καί μᾶς δίδαξαν οἱ ἄθεοι παπό-Φράγκοι; Μήπως ἴσως βρίσκονται στίς πρόσφατες Ἑλληνο-τουρκικές ταινίες ἀγάπης πού μᾶς πλασάρουν; Μήπως ἴσως ἐντοπίζονται στά συνεχιζόμενα παραμύθια καί στά στημένα ψέματα περί ἐκρηκτικοῦ δημοσίου χρέους τῶν σύγχρονων παπο-Δυτικῶν; Μήπως ἴσως συναντῶνται στή στανική «φιλοξενία» τῶν μουσουλμάνων πού προσχεδιασμένα καί ὀργανωμένα κατέκλυσαν τή χώρα μας; Μήπως ἴσως ἀπαντῶνται στά δηλητηριώδη Μνημόνια πού μᾶς ἐξανάγκασαν καί μᾶς ἐκβίασαν νά ἀποδεχθοῦμε οἱ σημερινοί ἀπόγονοι τῶν Φράγκων; Μήπως ἴσως οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ἀντιδροῦν σέ ὅλα αὐτά πού γράφουν τά σχολικά βιβλία καί τά λοιπά ἐκπαιδευτικά ἐγχειρίδια;
Θέλετε μία ἀληθινή, σκληρή καί ντροπιαστική γιά τόν ἔνδοξο τόπο μας ἀπάντηση ἀναφορικά μέ ὅλα τά ἀνωτέρω τεθέντα ἐρωτήματα; Θέλετε νά μάθετε τό πῶς τόσο οἱ παπικοί ὅσο καί οἱ Ἑβραῖοι ὀργανώνουν καί ρυθμίζουν τά ἀντίστοιχα θέματα πού σχετίζονται μέ τό δικό τους οἶκο, τή δική τους ἱστορία καί τή δική τους ἐκπαίδευση; Διαβάστε ἐδῶ τήν ἀπάντηση: Γιά νά διορισθεῖ ἕνας δάσκαλος τῶν θρησκευτικῶν στό παπικό Δόγμα ἤ στήν Ἑβραϊκή θρησκεία, πρέπει πρῶτα νά προταθεῖ εἴτε ἀπό τήν Ἱεραρχία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν-Λατίνων εἴτε ἀπό τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο! Βεβαίως, οὔτε κἄν! μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά τό περιεχόμενο τοῦ διδασκομένου μαθήματος τόσο στά Ρωμαιοκαθολικά ὅσο καί στά Ἑβραϊκά θρησκευτικά.
Τέλος, μετά καί τό πρόσφατο καί ἐπίσημο Βρετανικό «Brexit-ἤ-ὄχι» στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, φτάνοντας πιά στό σήμερα, στή «νοητή» Ἀνατολή καί στή «νοητή» Δύση, πού ὄντως ἐνυπάρχουν μέσα στήν τωρινή Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, θά κλείσουμε τήν παροῦσα ὑποενότητα, γράφοντας ἐπιλέξει τά λόγια τοῦ Σεβ. Ναυπάκτου Ἰεροθέου, ἐν εἴδη τελικοῦ συμπεράσματος: «ὡς ἑλληνορθόδοξοι ἔχουμε μιά ἰδιαίτερη παράδοση καί ἕναν ἰδιαίτερο πολιτισμό, πού σαφῶς διαφοροποιεῖται ἀπό τόν λεγόμενο φράγκικο πολιτισμό».
«Ἡ Ρωμηοσύνη καί ἡ Φραγκοσύνη ἀσφαλῶς εἶναι δύο διαφορετικά χριστιανικά, πολιτιστικά μεγέθη. Πρόκειται σαφῶς γιά δύο διαφορετικούς κόσμους, οἱ ὁποῖοι δέν ταυτίζονται μεταξύ τους. Ἐμεῖς οἱ Ρωμηοί εἴμαστε Εὐρωπαῖοι, ἀλλά Εὐρωπαῖοι πρό τοῦ Καρλομάγνου, γιατί μέ αὐτόν διαφοροποιεῖται ἡ πολιτιστική καί χριστιανική ἀτμόσφαιρα τῆς Εὐρώπης. Μετά τήν κυριαρχία τοῦ Καρλομάγνου, καί τήν ἐπιβολή ἑνός ἄλλου τρόπου ζωῆς δέν εἴμαστε Εὐρωπαῖοι. Αὐτό εἶναι σημαντικό σημεῖο πού πρέπει ἰδιαιτέρως νά τονίζεται».
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:
Μετά ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν ἀνωτέρω, συμπερασματικῶς καταλήγουμε στό ὅτι:
Ρωμηοσύνη σημαίνει Ὀρθοδοξία
Ρωμηός σημαίνει Ὀρθόδοξος
Ρωμαίϊκο σημαίνει τό ὀρθόδοξο γένος
Ἑλληνορωμαίϊκο σημαίνει Ἑλληνορθόδοξο
Ἑλληνορωμηός σημαίνει Ἑλληνορθόδοξος
Διευκρίνιση ἤ ἐπεξήγηση: οἱ πέντε ἀνωτέρω «δυάδες λέξεων» δέν ἀποτελοῦν ἰσοδύναμες ἤ ταυτόσημες λέξεις ἤ ἔννοιες. Θεωρῆστε τίς λέξεις αὐτές ὡς τίς δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
π. Ρωμανίδης, Ἰωάννης, «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη». Ἐκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2002.
π. Μεταλληνός, Γεώργιος, «Τουρκοκρατία». Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 1989.
π. Βλάχος, Ἰερόθεος, Σεβ. Ναυπάκτου, «Γέννημα καί Θρέμμα Ρωμηοί». Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2000.
Μοναχοῦ Ἀβραάμ Ἁγιορείτου, «Ρωμαίϊκο Ὁδοιπορικό», Τόμοι Α’ καί Β’. Ἐκδόσεις Ποιμενικός Αὐλός, Ἅγιον Ὄρος, 2007 καί 2008.
Μοναχοῦ Ἀβραάμ Ἁγιορείτου, «Οἱ Ἐπίβουλοι τοῦ Γένους καί Παραχαράκτες τῆς Ἱστορίας μας». Ἐκδόσεις Ποιμενικός Αὐλός, Ἅγιον Ὄρος, 2011.
Φιλιππίδης, Ἀναστάσιος, «Ρωμηοσύνη ἤ Βαρβαρότητα». Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 1997.
π. Μεταλληνός Γεώργιος, «Ἑλληνισμός Μετέωρος». Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα, 1999.
π. Μεταλληνός Γεώργιος, «Γιά τήν Εὐρώπη μας μέ Ἀγάπη». Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 2004.
Ἀρχιμ. Βασιλόπουλος Χαράλαμπος, «Ὁ Οἰκουμενισμός Χωρίς Μάσκα». Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξου Τύπου, Ἀθήνα, 1995.
Ἀρχιμ. Βασιλόπουλος Χαράλαμπος, «Ἡ Ἐβραιομασωνία Ξεσκεπάζεται!» Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξου Τύπου, Ἀθήνα, 2014.
Μακρῆς, Διονύσιος, «Τυφώνας “Παγκοσμιοποίηση”». Ἐκδόσεις Ἀγαθός Λόγος, Ἀθήνα, 2010.
Κεφαλᾶς, Νεκτάριος, Ὁ Πενταπόλεως Ἅγιος Νεκτάριος «Περί Μεσαίωνος καί Βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ». Ἐκδόσεις Πελασγός, Πειραιᾶς, 2000.
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, «Ἡ Θέωσις ὡς Σκοπός τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου». Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος, 2010.
Μοναχοῦ Γαβριήλ Ἁγιορείτου, «Πάπας καί Οἰκουμενιστές». Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2015.
Μοναχός Λουκᾶς Φιλοθεΐτης, «Ἅγιον Ὄρος &ndash